Σάββατο 4 Μαρτίου 2017

Προδημοσίευση: Απόσπασμα από το μυθιστόρημα του Álvaro Enrigue, Muerte súbita

ΑΠΟΚΕΦΑΛΙΣΜΟΣ

Ο Ζαν Ρομπό είχε να φέρει σε πέρας τη χειρότερη σκατοδουλειά του κόσμου το πρωί της 19ης Μαου του 1536: να κόψει με τη μία, πέρα για πέρα, το λαιμό της Αν Μπολέυν, μαρκησίας του Πένμπροκ και βασίλισσας της Αγγλίας, μιας κοπέλας τόσο όμορφης που είχε κάνει τον Πορθμό του Καλαί να μοιάζει με ωκεανό. Ο επονείδιστος Λόρδος Καγκελάριος Τόμας Κρόμγουελ είχε διατάξει να τον φέρουν από τη Γαλλία αποκλειστικά γι’ αυτό. Του ζήτησε, με μια λακωνική επιστολή, να έχει μαζί του το τολεδάνικο σπαθί –με κόψη θαυματουργά λεπτή– γιατί επρόκειτο να προβεί σε μια λεπτότατη εκτέλεση.
          Ο Ρομπό δεν ήταν μήτε αγαπητός μήτε απαραίτητος. Ωραίος και ανήθικος, περιπλανιόταν με κρύα διάθεση στο στενό κύκλο ιδιαίτερα εξειδικευμένων εργαζομένων που φύονταν στις αναγεννησιακές Αυλές, προστατευμένοι από τα στραβά μάτια που έκαναν πρέσβεις, υπουργοί, γραμματείς και μεγάλοι θαλαμηπόλοι των βασιλέων. Η επιφυλακτικότητά του, η ομορφιά και η έλλειψη ενδοιασμών τον καθιστούσαν ενδεδειγμένη λύση για να αναλαμβάνει συγκεκριμένες δουλειές που όλοι ήξεραν, αλλά κανείς δεν σχολίαζε, δουλειές σκοτεινές δίχως τις οποίες δεν μπόρεσε ποτέ να γίνει πολιτική. Φρόντιζε το ντύσιμό του με αισθητική ανέλπιστη από κάποιον που επαγγελλόταν τον άγγελο-δολοφόνο: φορούσε ακριβά δαχτυλίδια, εφαρμοστά μπροκάρ παντελόνια με εντυπωσιακά σχέδια, πουκάμισα από βασιλικό μπλε βελούδο που δεν άρμοζαν σε έναν, κατά κυριολεξία, πουτάνας γιο. Είχε καστανά μακριά μαλλιά με ανοιχτόχρωμες μπούκλες και κρεμούσε πάνω τους, με τσιγγάνικη ανεμελιά, τα φτηνιάρικα κοσμήματα που άρπαζε από τις γυναίκες του, υποταγμένες από τα διάφορα άρματα με τα οποία τον είχε προικίσει ο Θεός. Κανείς δεν ήξερε αν ήταν σιωπηλός επειδή ήταν έξυπνος ή επειδή ήταν ηλίθιος: τα σκούρα μπλε μάτια του, πεσμένα λίγο στην άκρη, δεν εξέφραζαν ποτέ συμπόνια, αλλά και κανενός είδους έχθρα. Επιπλέον ο Ρομπό ήταν Γάλλος: για εκείνον, το να σκοτώσει τη βασίλισσα της Αγγλίας, περισσότερο από έγκλημα ή άθλος, ήταν καθήκον. Ο Κρόμγουελ ζήτησε να πάει στο Λονδίνο γιατί του φάνηκε πως αυτό το τελευταίο χαρακτηριστικό τον καθιστούσε ιδιαιτέρως φυσιολογικό για την εκτέλεση της εν λόγω δουλειάς.
          Δεν ήταν ο βασιλιάς Ερρίκος Η´ εκείνος που διέταξε να θανατωθεί η σύζυγός του από τολεδάνικο σπαθί και όχι από ποταπό τσεκούρι, σαν και εκείνο που είχε διαλύσει τη σπονδυλική στήλη του αδελφού του ― ο οποίος είχε κατηγορηθεί για σύναψη σχέσεων με τη βασίλισσα, ένα αδίκημα που του απέφερε τον αριθμό ρεκόρ των τριών θανατικών καταδικών: για προσβολή του βασιλέως, για μοιχεία και για ακολασία. Απλώς, κανείς δεν μπορούσε να αντέξει, ούτε καν ο επονείδιστος Τόμας Κρόμγουελ, τέτοιος λαιμός να κοπεί από την τραχιά κόψη ενός μπαλτά.
          Το πρωινό της 19ης Μαου του 1536 η Αν Μπολέυν παρακολούθησε τη θεία λειτουργία και εξομολογήθηκε. Πριν παραδοθεί στον κοντόσταβλο του Πύργου του Λονδίνου ώστε το σώμα της να διαμελιστεί στα δύο, ζήτησε να ήταν οι κυρίες της των τιμών, και κανείς άλλος, εκείνες που θα είχαν το προνόμιο να της κόψουν τις σαρκώδεις κόκκινες πλεξούδες και να της ξυρίσουν τα υπόλοιπα μαλλιά. Η πλειονότητα των προσωπογραφιών που έχουν φτάσει μέχρι τις ημέρες μας, συμπεριλαμβανομένου του μοναδικού αντιγράφου της μόνης που είναι βέβαιο ότι έγινε όσο ήταν εν ζωή –και που φυλάσσεται στη συλλογή Τυδώρ στο κάστρο του Χέβερ–, την απεικονίζουν με πλούσια κυματιστά μαλλιά.
          Φαίνεται πως η βασιλική κρεβατοκάμαρα έτρεπε σε φυγή τις ερωτικές ορέξεις του βασιλιά Ερρίκου, τόσο ικανός στις εξωσυζυγικές περιπέτειες, αλλά πολύ λίγο συνεπής με τις αναπαραγωγικές υποχρεώσεις της βασιλικής του αξιοπρέπειας. Αν κάποιος το γνώριζε αυτό, δεν ήταν άλλη από τη μαρκησία του Πένμπροκ, που είχε συλλάβει μόνο μια φορά παιδί δικό του, στην εξοχή και όταν ακόμα εκείνος ήταν παντρεμένος με την προηγούμενη βασίλισσα. Είχαν αποκτήσει ένα κοριτσάκι τόσο όμορφο όσο η μητέρα του, για το οποίο ο μονάρχης επεδείκνυε την εκκωφαντική τρυφερότητα των ανθρωποκτόνων. Η Αν Μπολέυν προχώρησε τότε προς το ικρίωμα, έχοντας συνείδηση της στατιστικής πιθανότητας να ανέβει κάποια στιγμή στο θρόνο η κόρη της Ελισάβετ, όπως και τελικά συνέβη. Παραδόθηκε στο μαρτύριο επιδεικνύοντας σκόπιμη χαρά. Οι τελευταίες λέξεις της, τις οποίες πρόφερε μπροστά στους μάρτυρες του θανάτου της, ήταν οι εξής: «Ζητώ από τον Θεό να προστατεύει τον βασιλιά και να του επιτρέψει να κυβερνήσει για πολλά χρόνια την Αγγλία, γιατί ποτέ πριν δεν είχε υπάρξει ένας πρίγκιπας τόσο ευγενικός και τόσο φιλεύσπλαχνος».
          Ποιο είναι άραγε το στοιχείο εκείνο της γυμνότητας –τόσο απαράλλαχτα ίδιας, θεωρητικά, σε όλες τις περιπτώσεις– που μας διεγείρει; Ολόγυμνους, θα έπρεπε να μας αναστατώνουν μόνο τα τέρατα· και όμως, αυτό που μας κάνει να χάνουμε τα λογικά μας είναι κάτι που μοιάζει με πατρόν. Οι κυρίες των τιμών που συνόδευαν την Μπολέυν μέχρι το μαρτύριο είχαν αφαιρέσει το γιακά του φορέματός της πριν πάνε μαζί της μέχρι το ικρίωμα. Δεν ένιωσαν, όταν της αφαίρεσαν το βέλο και την καλύπτρα της κεφαλής, ότι μείωναν στο ελάχιστο την ομορφιά της: με ξυρισμένο το κεφάλι ήταν τόσο όμορφη όσο και όταν είχε μαλλιά.
          Η γαλαζωπή λάμψη του λαιμού της που έτρεμε εν αναμονή της εκτέλεσης, προκάλεσε μια συναισθηματική φόρτιση στον Ρομπό. Σύμφωνα με την αφήγηση κάποιου από τους μάρτυρες της εκτέλεσης, ο μισθοφόρος είχε την καλοσύνη να προσπαθήσει να ξεγελάσει την ντάμα που κείτονταν μπροστά του γυμνή από την ωμοπλάτη μέχρι την κορυφή της κεφαλής. Έχοντας τη λεπίδα ορθωμένη, έτοιμη να πέσει αδυσώπητη στο λαιμό της βασίλισσας, ρώτησε κάπως σαν αφηρημένος: Έχει δει κανείς το σπαθί μου; Η γυναίκα τίναξε τους ώμους της, μπορεί και ανακουφισμένη που ένα τυχαίο γεγονός μπορεί και να της έσωζε τη ζωή. Έκλεισε τα μάτια. Οι σπόνδυλοι, οι χόνδροι, οι σπογγώδεις ιστοί της τραχείας και του φάρυγγα παρήγαγαν, τη στιγμή που διαμελίζονταν, το κομψό πλατάγισμα του φελλού όταν απελευθερώνεται από ένα μπουκάλι κρασί.
          Ο Ζαν Ρομπό δεν δέχτηκε το πουγκί με τα ασημένια νομίσματα που του πρόσφερε ο Τόμας Κρόμγουελ όταν τελείωσε τη δουλειά. Απευθυνόμενος σε όλο το πλήθος, αλλά κοιτάζοντας κατάματα τον άντρα που είχε συνωμοτήσει, μέχρι να τη ρίξει από το θρόνο, ενάντια στη βασίλισσα, είπε ότι είχε δεχτεί να κάνει αυτό που μόλις είχε κάνει για να γλυτώσει τη δεσποσύνη της από τη φρίκη τού να πεθάνει από το λεπίδι ενός δήμιου. Έκανε μια βαθιά υπόκλιση προς τους αξιωματούχους και ιερείς που παραβρέθηκαν στον αποκεφαλισμό και έφυγε αμέσως από εκεί, καλπάζοντας για το Ντόβερ. Από πολύ νωρίς ο κοντόσταβλος είχε τοποθετήσει στο δισάκι του αλόγου του τις τροφαντές πλεξούδες της βασίλισσας της Αγγλίας.
          Του άρεσε να παίζει τένις και η εν λόγω πληρωμή τού φάνηκε αρκετή: τα μαλλιά των εκτελεσμένων στα ικριώματα είχαν ιδιαίτερα χαρακτηριστικά, και εκείνοι που κατασκεύαζαν μπαλάκια στο Παρίσι ήταν διατεθειμένοι να πληρώσουν εξωφρενικές τιμές προκειμένου να τα αποκτήσουν. Πολύ περισσότερα αν ήταν γυναικεία, ακόμη περισσότερα αν ήταν κόκκινα, και απείρως περισσότερα αν ανήκαν σε μία εν ενεργεία βασίλισσα. 

          Οι πλεξούδες της Αν Μπολέυν παρήγαγαν συνολικά τέσσερα μπαλάκια τένις τα οποία υπήρξαν, με μεγάλη διαφορά, τα πιο πολυτελή αθλητικά είδη της Αναγέννησης.   

To μυθιστόρημα του μεξικανού συγγραφέα Άλβαρο Ενρίγκε Muerte súbita (Βραβείο Herralde, 2013) κυκλοφόρησε από τις Εκδόσεις Αλεξάνδρεια, την άνοιξη του 2018, σε μετάφραση 
Κωνσταντίνου Παλαιολόγου.    


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου