Τρίτη 5 Ιανουαρίου 2016

«La monarquia» του Quim Monzó σε δύο εκδοχές: Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου / Δανάη Ταχταρά

Quim Monzó, "La monarquia"

Tot gràcies a aquella sabata que va perdre quan va haver d'anar-se'n cuitacorrents del ball perquè a les dotze s'acabava l'encanteri, el vestit tornava a la condició de parracs, la carrossa deixava de ser carrossa i tornava a ser carbassa, els cavalls ratolins, etcètera. Sempre l'ha meravellat que només a ella li vingués la sabata a la perfecció, perquè el seu peu (un 36) no és de cap manera inusual i altres noies de la població deuen tenir la mateixa talla. Encara recorda la cara d'astorament de les dues germanastres, quan van veure que era ella qui es casava amb el príncep i (uns anys després, quan els reis es van morir) es convertia en la nova reina.
El rei ha estat un marit atent i fogós. Ha estat una vida de somni fins al dia que ha descobert, a la camisa reial, una taca de pintallavis. El terra se li ha enfonsat sota els peus. Quin desfici! ¿Com ha de reaccionar, ella, que sempre ha actuat honestament i sense malícia, que és la vir ut personificada?
Que el rei té una amant és segur. Una taca de pintallavis a la camisa sempre ha estat una prova clara d'adulteri. ¿Qui deu ser, l'amant del seu marit? ¿Ha de dir-li que ho ha descobert o bé dissimular, com sap que és tradicional en les reines, en casos així, per no posar en perill la institució monàrquica? ¿I per què ha buscat una amant, el rei? ¿És que ella no el satisfà prou? ¿Potser perquè es nega a pràctiques que consi dera perverses (sodomia i dutxa daurada, bàsicament) el seu marit les busca fora de casa?
Decideix callar. Calla també el dia que el rei no arriba a la cambra reial fins a les vuit del matí, amb ulleres de pam i flaire de dona. (¿On es veuen? ¿En un hotel, a casa d'ella, al mateix palau? Hi ha tantes habitacions, en aquest palau, que fàcilment podia permetre's tenir l'amant en qualsevol de les dependències que desconeix.) No diu res tampoc quan els contactes carnals que abans establien amb regularitat de metrònom (nit sí, nit no) es van espaiant fins que un dia s'adona que fa més de dos mesos des de l'últim cop.
Plora en silenci, a l'habitació reial, cada nit; perquè ara ja cap nit el rei no se'n va al llit amb ella. La solitud la corseca. Més s'hauria estimat no haver anat mai al ball, o que el peu d'alguna altra noia hagués encaixat amb la sabata abans que el d'ella. Així, acomplerta la feina, l'enviat del príncep no hauria arribat mai a casa seva. I, cas d'haver-hi arribat, més s'hauria estimat, fins i tot, que alguna de les seves germanastres hagués calçat també el 36, per comptes del 40 i el 41, números massa grossos per una noia. Així, l'enviat no hauria fet la pregunta que ara, destrossada per la infidelitat del marit, li sembla fatídica: si hi havia cap altra noia a la casa, a més de la madrastra i les dues germanastres.
¿De què li serveix ser reina si no té l'amor del rei? Ho donaria tot per ser la dona amb qui el rei copula extraconjugalment. Mil cops més s'estimaria compartir les nits d'amor adúlter del monarca que la buidor del llit conjugal. Abans querida que reina.
L'antiga ventafocs decideix acomodar-se a la tradició i no dir al rei què ha descobert. Actuarà de manera sibil·lina. El vespre següent, quan després de sopar el rei s'acomiada educadament, el segueix. El segueix per passadissos que desconeix, per ales ignorades del palau, cap a estances que ni tan sols imaginava que existissin. El rei la precedeix amb una torxa. Finalment es tanca en una habitació i ella es queda al passadís, a les fosques. De seguida sent veus que li arriben de dins. La del seu marit, segur. I el riure gallinaci d'una dona. Però superposat a aquest riure sent també la veu d'una altra dona. ¿Està amb dues? A poc a poc, procurant no fer soroll, obre una mica la porta. S’estira a terra perquè no la vegin des del llit; fica mig cos dins de l'habitació. A les parets, la llum dels canelobres projecta les ombres de tres cossos que s'acoblen. Hauria volgut alçar-se per veure qui hi ha al llit, perquè les rialles i els xiuxiuejos no li permeten identificar les dones. Des d'on és, estirada a terra, no pot veure gaire res més; només veu, als peus del llit, tirades de qualsevol manera, les sabates del seu marit i dos parells de sabates de dona, de taló altíssim, unes negres i del 40 i les altres vermelles i del 41.


Κιμ Μονζό, Η Μοναρχία

Όλα συνέβησαν χάρη σ’ εκείνο το γοβάκι που έχασε όταν έπρεπε να φύγει άρον άρον από το χορό επειδή στις δώδεκα λύνονταν τα μάγια, το φόρεμα γινόταν πάλι κουρέλια, η άμαξα έπαυε να είναι άμαξα και γινόταν πάλι κολοκύθα, τα άλογα ποντίκια, και ούτω καθεξής. Πάντα της προκαλούσε έκπληξη το γεγονός ότι μόνο σ’ εκείνη ταίριαζε τέλεια το γοβάκι, επειδή το πόδι της (νούμερο 36) δεν είναι σε καμία περίπτωση ασυνήθιστο, και άλλες κοπέλες στην πόλη πρέπει να φορούσαν το ίδιο νούμερο. Ακόμα θυμάται την έκπληξη στο πρόσωπο των δύο ετεροθαλών αδελφών της όταν είδαν ότι εκείνη ήταν που παντρευόταν τον πρίγκιπα και (μερικά χρόνια αργότερα, όταν πέθαναν οι βασιλείς) γινόταν η νέα βασίλισσα.
          Ο βασιλιάς υπήρξε ένας περιποιητικός και φλογερός σύζυγος. Η ζωή τους ήταν ονειρεμένη μέχρι την ημέρα που ανακάλυψε, στο βασιλικό πουκάμισο, ένα λεκέ από κραγιόν. Το έδαφος υποχώρησε κάτω από τα πόδια της. Πόσο ταράχτηκε! Πώς έπρεπε να αντιδράσει εκείνη, που πάντα συμπεριφερόταν με ειλικρίνεια και δίχως κακεντρέχεια, που ήταν η αρετή προσωποποιημένη;
          Ότι ο βασιλιάς έχει ερωμένη είναι βέβαιο. Ένας λεκές από κραγιόν στο πουκάμισο υπήρξε πάντοτε σαφής απόδειξη μοιχείας. Ποια να είναι η ερωμένη του συζύγου της; Πρέπει να του πει ότι το ανακάλυψε ή να προσποιηθεί, όπως ξέρει ότι προστάζει η παράδοση για τις βασίλισσες σε τέτοιες περιπτώσεις, για να μη θέσει σε κίνδυνο το θεσμό της μοναρχίας; Και γιατί έψαξε να βρει ερωμένη ο βασιλιάς; Μήπως εκείνη δεν τον ικανοποιεί αρκετά; Μήπως επειδή αρνείται πρακτικές που τις θεωρεί διεστραμμένες (σοδομισμό και χρυσή βροχή, κατά βάση), ο σύζυγός της τις αναζητεί εκτός παλατιού;
          Αποφασίζει να μη μιλήσει. Δεν μιλάει ούτε την ημέρα που ο βασιλιάς επιστρέφει στη βασιλική κάμαρα στις οκτώ το πρωί, με τεράστιους μαύρους κύκλους και άρωμα γυναίκας. (Πού βλέπονται; Σε κάποιο ξενοδοχείο, στο σπίτι εκείνης, στο ίδιο το παλάτι; Υπάρχουν τόσα δωμάτια σ’ αυτό το παλάτι, που άνετα θα μπορούσε να έχει την ερωμένη του σε οποιονδήποτε από τους βοηθητικούς χώρους που εκείνη αγνοεί). Ούτε λέει κουβέντα όταν οι σαρκικές επαφές που άλλοτε διατηρούσαν με κανονικότητα μετρονόμου (μια νύχτα ναι, μια νύχτα όχι) αρχίζουν να αραιώνουν, μέχρι που μια μέρα αντιλαμβάνεται ότι έχουν περάσει πάνω από δύο μήνες από την τελευταία φορά.
          Κλαίει σιωπηλά, στη βασιλική κάμαρα, κάθε βράδυ· γιατί πλέον ο βασιλιάς δεν πηγαίνει κανένα βράδυ στο κρεβάτι μαζί της. Η μοναξιά την κάνει να μαραζώσει. Χίλιες φορές θα προτιμούσε να μην είχε πάει ποτέ σ’ εκείνο το χορό ή να είχε ταιριάξει το γοβάκι στο πόδι οποιασδήποτε άλλης κοπέλας πριν από το δικό της. Έτσι, ο απεσταλμένος του πρίγκιπα θα είχε εκτελέσει την αποστολή του και δεν θα είχε φτάσει ποτέ στο σπίτι της. Κι ακόμη κι αν είχε φτάσει, θα προτιμούσε, τελικά, να φορούσε κάποια από τις ετεροθαλείς αδελφές της το 36 αντί για το 40 και το 41, νούμερα υπερβολικά μεγάλα για κοπέλα. Έτσι, ο απεσταλμένος δεν θα είχε κάνει την ερώτηση που τώρα, εξουθενωμένη καθώς είναι από την απιστία του συζύγου της, τής φαίνεται μοιραία: αν δηλαδή υπήρχε κάποια άλλη κοπέλα στο σπίτι, εκτός από τη μητριά της και τις δύο ετεροθαλείς αδελφές της.
          Τι να το κάνει να είναι βασίλισσα αν δεν έχει την αγάπη του βασιλιά; Θα έδινε τα πάντα για να είναι η γυναίκα με την οποία ο βασιλιάς διατηρεί εξωσυζυγική σχέση. Χίλιες φορές θα προτιμούσε να πρωταγωνιστεί στις νύχτες παράνομου έρωτα του μονάρχη παρά να κείτεται στην άδεια συζυγική κλίνη. Κάλλιο επιθυμητή παρά βασίλισσα.
          Η πάλαι ποτέ Σταχτοπούτα αποφασίζει να συμβιβαστεί με την παράδοση και να μην πει στο βασιλιά αυτό που ανακάλυψε. Θα φερθεί με τρόπο σιβυλλικό. Το επόμενο βράδυ, όταν μετά το δείπνο ο βασιλιάς την αποχαιρετά ευγενικά, εκείνη τον ακολουθεί κρυφά. Τον ακολουθεί σε διαδρόμους που δεν γνωρίζει, σε άγνωστες πτέρυγες του παλατιού, που οδηγούν σε διαμερίσματα που ούτε καν φανταζόταν την ύπαρξή τους. Ο βασιλιάς προηγείται με ένα δαυλό. Στο τέλος κλείνεται σ’ ένα δωμάτιο κι εκείνη μένει στο διάδρομο, στο σκοτάδι. Αμέσως ακούει φωνές που έρχονται από μέσα. Η φωνή του συζύγου της, αναμφίβολα. Και το κακαριστό γέλιο μιας γυναίκας. Αλλά αυτό το γέλιο υπερκαλύπτεται από τη φωνή μιας άλλης γυναίκας. Είναι με δύο; Σιγά σιγά, προσπαθώντας να μην κάνει θόρυβο, ανοίγει λιγάκι την πόρτα. Πέφτει στο πάτωμα για να μην τη δουν από το κρεβάτι· μπαίνει η μισή μέσα στο δωμάτιο. Στους τοίχους, το φως από τα κηροπήγια προβάλλει τις σκιές τριών κορμιών που ζευγαρώνουν. Θα ήθελε να σηκωθεί για να δει ποιος είναι στο κρεβάτι, γιατί τα γέλια και οι ψίθυροι δεν της επιτρέπουν να αναγνωρίσει τις γυναίκες. Από εκεί που βρίσκεται, πεσμένη στο πάτωμα, δεν μπορεί να δει σχεδόν τίποτ’ άλλο· το μόνο που βλέπει, στα πόδια του κρεβατιού, πεταμένα όπως όπως, είναι τα παπούτσια του συζύγου της και δύο ζευγάρια γυναικείες γόβες, ψηλοτάκουνα, το ένα μαύρο, 40 νούμερο, και το άλλο κόκκινο, 41 νούμερο.

Μετάφραση από τα Καταλανικά: Αλεξάνδρα Γκολφινοπούλου


Κὶμ Μουνζό, Ἡ Μοναρχία
  
Ὁλα συνέβησαν χά­ρη σὲ κεῖ­νο τὸ γο­βά­κι ποὺ ἔ­χα­σε ὅ­ταν ἔ­πρε­πε νὰ φύ­γει βι­α­στι­κὰ ἀ­πὸ τὸ χο­ρὸ για­τί στὶς δώ­δε­κα λύ­νον­ταν τὰ μά­για, τὸ φου­στά­νι γι­νό­ταν πά­λι κου­ρέ­λια, ἡ ἅ­μα­ξα ἔ­παυ­ε νὰ εἶ­ναι ἅ­μα­ξα καὶ γι­νό­ταν πά­λι κο­λο­κύ­θα, τὰ ἄ­λο­γα πον­τί­κια, καὶ οὕ­τω κα­θε­ξῆς. Πάν­τα τῆς φαι­νό­ταν ἀ­ξι­ο­θαύ­μα­στο πῶς μό­νο σὲ ἐ­κεί­νη ταί­ρια­ζε τὸ γο­βά­κι τέ­λεια, δι­ό­τι τὸ πό­δι της (νού­με­ρο 36) δὲν εἶ­ναι κα­θό­λου ἀ­συ­νή­θι­στο καὶ ἄλ­λες κο­πέ­λες στὴ χώ­ρα θὰ εἶ­χαν τὸ ἴ­διο νού­με­ρο. Ἀ­κό­μη θυ­μᾶ­ται τὸ ξαφ­νι­α­σμέ­νο πρό­σω­πο τῶν δύ­ο ἑ­τε­ρο­θα­λῶν ἀ­δερ­φῶν της, ὅ­ταν εἶ­δαν ὅ­τι ἐ­κεί­νη ἦ­ταν ποὺ παν­τρευ­ό­ταν μὲ τὸν πρίγ­κι­πα καὶ ποὺ (με­ρι­κὰ χρό­νια ἀρ­γό­τε­ρα, ὅ­ταν οἱ βα­σι­λιά­δες πέ­θα­ναν) γι­νό­ταν ἡ νέ­α βα­σί­λισ­σα.
Ὁ βα­σι­λιὰς ὑ­πῆρ­ξε ἕ­νας σύ­ζυ­γος στορ­γι­κὸς καὶ θερ­μός. Εἶ­χαν μιὰ ὀ­νει­ρε­μέ­νη ζω­ὴ μέ­χρι τὴν ἡ­μέ­ρα ποὺ ἀ­να­κά­λυ­ψε, στὸ βα­σι­λι­κὸ που­κά­μι­σο, ἕ­να ση­μά­δι ἀ­πὸ κρα­γιόν. Ἡ γῆ γκρε­μί­στη­κε κά­τω ἀ­πὸ τὰ πό­δια της. Τί τα­ρα­χή! Πῶς ἔ­πρε­πε νὰ ἀν­τι­δρά­σει, ἐ­κεί­νη, ποὺ πάν­τα συμ­πε­ρι­φε­ρό­ταν μὲ εἰ­λι­κρί­νεια καὶ χω­ρὶς κα­κί­α, ποὺ εἶ­ναι ἡ ἀ­ρε­τὴ προ­σω­πο­ποι­η­μέ­νη;
            Ὅ­τι ὁ βα­σι­λιὰς εἶ­χε μί­α ἐ­ρω­μέ­νη ἦ­ταν σί­γου­ρο. Ἕ­να ση­μά­δι ἀ­πὸ κρα­γιὸν στὸ που­κά­μι­σο πάν­τα ἦ­ταν μί­α ξε­κά­θα­ρη ἀ­πό­δει­ξη μοι­χεί­ας. Ποιά μπο­ρεῖ νὰ εἶ­ναι, ἡ ἐ­ρω­μέ­νη τοῦ συ­ζύ­γου της; Πρέ­πει νὰ τοῦ πεῖ ὅ­τι τὸ ἀ­να­κά­λυ­ψε ἢ κα­λύ­τε­ρα νὰ προ­σποι­η­θεῖ, ὅ­πως ξέ­ρει ὅ­τι εἶ­ναι ἡ πα­ρά­δο­ση γιὰ τὶς βα­σί­λισ­σες, σὲ τέ­τοι­ες πε­ρι­πτώ­σεις, γιὰ νὰ μὴ θέ­σουν σὲ κίν­δυ­νο τὸ θε­σμὸ τῆς μο­ναρ­χί­ας; Καὶ για­τί ἔ­ψα­ξε γιὰ ἐ­ρω­μέ­νη, ὁ βα­σι­λιάς; Εἶ­ναι ποὺ δὲν τὸν ἱ­κα­νο­ποι­εῖ ἀρ­κε­τὰ ἐ­κεί­νη; Ἴ­σως ἐ­πει­δὴ ἀρ­νεῖ­ται πρα­κτι­κὲς ποὺ θε­ω­ρεῖ δι­ε­στραμ­μέ­νες (σο­δο­μι­σμὸ καὶ χρυ­σὴ βρο­χή, κα­τὰ βά­ση) ὁ σύ­ζυ­γός της τὶς ἀ­να­ζη­τεῖ ἐ­κτὸς σπι­τιοῦ;
            Ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ σι­ω­πή­σει. Σι­ω­πᾶ καὶ ὅ­ταν ὁ βα­σι­λιὰς ἐ­πι­στρέ­φει στὴν βα­σι­λι­κὴ κά­μα­ρα στὶς ὀ­χτὼ τὸ πρω­ί, μὲ χον­τρὰ γυα­λιὰ καὶ ἄ­ρω­μα γυ­ναί­κας. (Ποῦ συ­ναν­τι­οῦν­ται; Σὲ κά­ποι­ο ξε­νο­δο­χεῖ­ο, στὸ σπί­τι ἐ­κεί­νης, στὸ ἴ­διο τὸ πα­λά­τι; Ὑ­πάρ­χουν τό­σα δω­μά­τια, σὲ αὐ­τὸ τὸ πα­λά­τι, ποὺ εὔ­κο­λα θὰ μπο­ροῦ­σε νὰ ἔ­χει τὴν ἐ­ρω­μέ­νη σὲ κά­ποι­ο ἀ­πὸ τὰ δι­α­με­ρί­σμα­τα ποὺ δὲν γνω­ρί­ζει.) Δὲν λέ­ει τί­πο­τα οὔ­τε ὅ­ταν οἱ σαρ­κι­κὲς ἐ­πα­φὲς ποὺ πρὶν συ­νέ­βαι­ναν μὲ στα­θε­ρό­τη­τα με­τρο­νό­μου (μιὰ νύ­χτα ναί, μί­α ὄ­χι) ἀ­ραι­ώ­νουν μέ­χρι ποὺ μί­α μέ­ρα συ­νει­δη­το­ποι­εῖ ὅ­τι ἔ­χουν πε­ρά­σει πά­νω ἀ­πὸ δύ­ο μῆ­νες ἀ­πὸ τὴν τε­λευ­ταί­α φο­ρά.
            Κλαί­ει σι­ω­πη­λά, στὸ βα­σι­λι­κὸ δω­μά­τιο, κά­θε βρά­δυ· για­τὶ πλέ­ον, κα­νέ­να βρά­δυ ὁ βα­σι­λιὰς δὲν πη­γαί­νει στὸ κρε­βά­τι μα­ζί της. Ἡ μο­να­ξιὰ τὴν πλη­γώ­νει. Θὰ προ­τι­μοῦ­σε νὰ μὴν εἶ­χε πά­ει πο­τὲ στὸν χο­ρό, ἢ τὸ πό­δι κά­ποι­ας ἄλ­λης κο­πέ­λας νὰ εἶ­χε ται­ριά­ξει μὲ τὸ γο­βά­κι ἀν­τὶ γιὰ ἐ­κεί­νης. Ἔ­τσι, ἔ­χον­τας ὁ­λο­κλη­ρώ­σει τὴν ἀ­πο­στο­λή του, ὁ ἀ­πε­σταλ­μέ­νος τοῦ πρίγ­κι­πα δὲν θὰ εἶ­χε φτά­σει πο­τὲ σπί­τι της. Καί, ἂν εἶ­χε φτά­σει, θὰ προ­τι­μοῦ­σε, τε­λι­κῶς, κά­ποι­α ἀ­πὸ τὶς ἀ­δερ­φές της νὰ φο­ροῦ­σε τὸ 36, ἀν­τὶ γιὰ 40 καὶ 41, νού­με­ρα πο­λὺ με­γά­λα γιὰ κο­πέ­λα. Ἔ­τσι, ὁ ἀ­πε­σταλ­μέ­νος δὲν θὰ εἶ­χε κά­νει τὴν ἐ­ρώ­τη­ση ποὺ τώ­ρα, κα­ταρ­ρα­κω­μέ­νη ἀ­πὸ τὴν ἀ­πι­στί­α τοῦ συ­ζύ­γου, τῆς φαί­νε­ται προ­φη­τι­κή: ἂν ὑ­πῆρ­χε ἄλ­λη κο­πέ­λα στὸ σπί­τι, ἐ­κτὸς ἀ­πὸ τὴν μη­τριὰ καὶ τὶς δύ­ο ἑ­τε­ρο­θα­λεῖς ἀ­δερ­φές.
            Τί νό­η­μα ἔ­χει νὰ εἶ­ναι βα­σί­λισ­σα ἂν δὲν ἔ­χει τὴν ἀ­γά­πη τοῦ βα­σι­λιᾶ; Θὰ ἔ­δι­νε τὰ πάν­τα γιὰ νὰ εἶ­ναι ἡ γυ­ναί­κα μὲ τὴν ὁ­ποί­α ὁ βα­σι­λιὰς συ­νευ­ρί­σκε­ται ἐ­ξω­συ­ζυ­γι­κά. Χί­λι­ες φο­ρὲς θὰ προ­τι­μοῦ­σε νὰ πρω­τα­γω­νι­στεῖ στὶς νύ­χτες πα­ρά­νο­μης ἀ­γά­πης τοῦ μο­νάρ­χη πα­ρὰ νὰ ξα­πλώ­νει στὸ ἄ­δει­ο συ­ζυ­γι­κὸ κρε­βά­τι. Κα­λύ­τε­ρα ἐ­πι­θυ­μη­τὴ πα­ρὰ βα­σί­λισ­σα.
            Ἡ πα­λιὰ ὑ­πη­ρέ­τρια ἀ­πο­φα­σί­ζει νὰ βο­λευ­τεῖ μὲ τὴν πα­ρά­δο­ση καὶ νὰ μὴν πεῖ στὸν βα­σι­λιὰ τί ἔ­χει ἀ­να­κα­λύ­ψει. Θὰ δρά­σει μὲ σι­βυλ­λι­κὸ τρό­πο. Τὴν ἑ­πο­μέ­νη τὸ βρά­δυ, ὅ­ταν με­τὰ τὸ δεῖ­πνο ὁ βα­σι­λιὰς ἀ­πο­χαι­ρε­τᾶ μὲ τρό­πο, τὸν ἀ­κο­λου­θεῖ κρυ­φά. Τὸν ἀ­κο­λου­θεῖ μέ­σα ἀ­πὸ δι­α­δρό­μους ποὺ δὲν γνω­ρί­ζει, ἀ­πὸ πτέ­ρυ­γες τοῦ πα­λα­τιοῦ ποὺ ἀ­γνο­εῖ, ἀ­πὸ δι­α­με­ρί­σμα­τα ποὺ οὔ­τε κὰν ἤ­ξε­ρε ὅ­τι ὑ­πάρ­χουν. Ὁ βα­σι­λιὰς προ­η­γεῖ­ται μὲ ἕ­να δαυ­λό. Τε­λι­κὰ κλεί­νε­ται σὲ ἕ­να δω­μά­τιο καὶ ἐ­κεί­νη μέ­νει στὸ δι­ά­δρο­μο, στὶς σκι­ές. Ἀ­μέ­σως ἀ­κού­ει φω­νὲς ποὺ φτά­νουν ἀ­πὸ τὸ ἐ­σω­τε­ρι­κὸ τοῦ δω­μα­τί­ου. Τοῦ συ­ζύ­γου της, σί­γου­ρα. Καὶ τὸ κα­κα­ρι­στὸ γέ­λιο μιᾶς γυ­ναί­κας. Ἀλ­λὰ πά­νω ἀ­πὸ αὐ­τὸ τὸ γέ­λιο ἀ­κού­ει καὶ τὴ φω­νὴ μιᾶς ἄλ­λης γυ­ναί­κας. Εἶ­ναι μὲ δύ­ο; Σι­γὰ σι­γά, προ­σπα­θών­τας νὰ μὴν κά­νει θό­ρυ­βο, ἀ­νοί­γει λί­γο τὴν πόρ­τα. Ξα­πλώ­νει στὸ ἔ­δα­φος ὥ­στε νὰ μὴν τὴν βλέ­πουν ἀ­πὸ τὸ κρε­βά­τι· μπαί­νει ἡ μι­σὴ μέ­σα στὸ δω­μά­τιο. Στοὺς τοί­χους, τὸ φῶς ἀ­πὸ τὰ καν­τη­λέ­ρια προ­βάλ­λει τὶς σκι­ὲς τῶν τρι­ῶν σω­μά­των ποὺ ἑ­νώ­νον­ται. Θὰ ἤ­θε­λε νὰ ση­κω­θεῖ γιὰ νὰ δεῖ ποι­ός εἶ­ναι στὸ κρε­βά­τι, για­τὶ τὰ γέ­λια καὶ τὰ μουρ­μου­ρη­τὰ δὲν τῆς ἐ­πι­τρέ­πουν νὰ ἀ­να­γνω­ρί­σει τὶς γυ­ναῖ­κες. Ἀ­πὸ κεῖ ποὺ βρί­σκε­ται, ξα­πλω­μέ­νη στὸ πά­τω­μα, δὲν μπο­ρεῖ νὰ δεῖ πε­ρισ­σό­τε­ρα· μο­νά­χα βλέ­πει, στὰ πό­δια τοῦ κρε­βα­τιοῦ, πε­τα­μέ­να ὅ­πως νά ‘ναι, τὰ πα­πού­τσια τοῦ συ­ζύ­γου της καὶ δύ­ο ζευ­γά­ρια γυ­ναι­κεῖ­α πα­πού­τσια, μὲ ψη­λὸ τα­κού­νι, τὸ ἕ­να μαῦ­ρο, νού­με­ρο 40, καὶ τὸ ἄλ­λο κόκ­κι­νο, νού­με­ρο 41.

Μετάφραση από τα Καταλανικά: Δανάη Ταχταρά


«Η μοναρχία» [«La monarquia»] ανήκει στη συλλογή διηγημάτων του ισπανού συγγραφέα Quim Monzó (Βαρκελώνη, 1952) El perquè de tot plegat που κυκλοφόρησε στα Ελληνικά το Φεβρουάριο του 2016, σε μετάφραση Αλεξάνδρας Γκολφινοπούλου, από τις Εκδόσεις Μιχάλη Σιδέρη (σειρά: Literatura) με τον τίτλο Το γιατί για καθετί.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου