Παρασκευή 20 Φεβρουαρίου 2015

Χούλιο Γιαμαθάρες (Julio Llamazares): Ο οδηγός που χάθηκε (El conductor perdido)

Απ’ όλες τις απολαύσεις που μπορούσε να επιτρέψει στον εαυτό του, εκείνη που τον ικανοποιούσε περισσότερο ήταν να παίρνει το αυτοκίνητό του και να οδηγεί δίχως προορισμό για ώρες, βλέποντας τοπία να περνούν και ακούγοντας δυνατά την αγαπημένη του μουσική. Τη μουσική τη διάλεγε συνήθως εκείνος, ορισμένες φορές όμως, επέτρεπε να είναι ο κόσμος αυτός που του την παρείχε από το ανοιχτό παράθυρο.
            Από τότε που θυμόταν τον εαυτό του, του άρεσε να δραπετεύει από την πραγματικότητα. Το έκανε από παιδί κιόλας, όταν οι δάσκαλοι του έκαναν δημοσίως παρατηρήσεις κατηγορώντας τον ότι πετούσε στα σύννεφα, και εξακολούθησε να το κάνει και έπειτα, όταν δούλευε στον εκδοτικό οίκο και βαριόταν απίστευτα διαβάζοντας τα χειρόγραφα των συγγραφέων που δήθεν ήταν οι καλύτεροι της Ισπανίας εκείνη την εποχή. Όλοι τους του φαίνονταν κενοί, παρ’ όλο που οι περισσότεροι από αυτούς επαίρονταν για το βάθος της σκέψης τους.
            Ζούσε σ’ ένα προάστιο, σε μονοκατοικία (με μεσοτοιχία), με την οικογένειά του, μια γυναίκα άχρωμη και άοσμη (άργησε κάπως να το αντιληφθεί) την οποία το μόνο που την ενδιέφερε ήταν τα παιδιά της, στην εφηβεία και τα δύο, αγόρι και κορίτσι, που, όταν βρίσκονταν σπίτι, δεν έκαναν τίποτ’ άλλο από το να κοιμούνται και να βλέπουν τηλεόραση. Συνήθισε την παρουσία τους, αλλά ποτέ δεν προσαρμόστηκε σε αυτή. Αντίθετα, άρχισε σταδιακά να απομακρύνεται από τα παιδιά του, αν όχι ως προς τη φυσική παρουσία, οπωσδήποτε όμως διανοητικά και συναισθηματικά. Ενόσω έβλεπαν τηλεόραση ή μιλούσαν, την ώρα του φαγητού, για πράγματα ασήμαντα και ανούσια, εκείνος βυθιζόταν στη σιωπή ή στις ειδήσεις που εκείνη πρόβαλε από καιρού εις καιρόν: μια βομβιστική επίθεση σε κάποιο μέρος, ένας τσακωμός μεταξύ πολιτικών, ένα καινούργιο οικονομικό σκάνδαλο… Του ήταν αδιάφορο το τι έλεγαν γιατί τίποτα δεν τον ένοιαζε το παραμικρό.
            Όταν ήταν νεαρός, συνήθιζε να διαβάζει μυθιστορήματα ή να χώνεται στον κινηματογράφο όλο το απόγευμα για να ξεφύγει από την πραγματικότητα. Τόσο τα μεν όσο και το δε τού χρησίμευαν για να εμπλουτίσει τη ζωή του, η οποία ήταν αρκετά βαρετή, όπως άλλωστε και όλων όσων γνώριζε. Στα μυθιστορήματα και στις ταινίες οι άνθρωποι ζούσαν πιο έντονα ή τουλάχιστον έτσι του φαινόταν εκείνου. Ίσως γι’ αυτόν το λόγο, όταν του δόθηκε ευκαιρία, έπιασε δουλειά στον εκδοτικό οίκο, πεπεισμένος ότι η εργασία του εκεί θα ήταν πιο διασκεδαστική από οποιαδήποτε άλλη εργασία και αν του πρότειναν. Θα περνούσε τη μέρα του διαβάζοντας βιβλία, αυτό δηλαδή που του άρεσε να κάνει. Σύντομα όμως αντιλήφθηκε ότι η δουλειά του δεν ήταν όπως ακριβώς την είχε φανταστεί. Το να διαβάζει από υποχρέωση τον έκανε να ανακαλύψει μια άλλη διάσταση της ενασχόλησης που, μέχρι εκείνη τη στιγμή, ήταν ένα από τα πάθη του. Αντί να αφήνεται να παρασυρθεί από όλα όσα διάβαζε, όπως του άρεσε να κάνει, έπρεπε να συγκρατεί τον εαυτό του ώστε να εντοπίσει τα λάθη που μπορεί να υπήρχαν στο κείμενο. Κατά συνέπεια, σιγά σιγά, άρχισε να σιχαίνεται τα βιβλία, όπως θα σιχαινόταν τα χρήματα, σκεφτόταν, όποιος από υποχρέωση ήταν αναγκασμένος να τα μετράει συνεχώς.
            Όπως και οι φίλοι του, όταν ήρθε η ώρα παντρεύτηκε και έφτιαξε οικογένεια που όμως ούτε και αυτή του φάνηκε χρήσιμη για να εμπλουτίσει τη ζωή του. Αντίθετα, έγινε πιο βαρετή, αφού στην έως τότε μετριότητα προστέθηκε τώρα η οικογενειακή ρουτίνα. Οι μέρες του κυλούσαν βαρετές, βλέποντας τα παιδιά του να μεγαλώνουν και περνώντας οκτώ ώρες κάθε μέρα στη δουλειά του, με την απαράλλαχτη εξαίρεση των διακοπών. Που ούτε αυτές όμως αποτελούσαν κάποιο σημαντικό κίνητρο. Παραθέριζε πάντα στο ίδιο μέρος, σε μια παραλία νότια του Καστεγιόν, και έτσι γνώριζε εκ των προτέρων τι θα συνέβαινε κατά τη διάρκειά τους.
            Όταν πήγαινε στη δουλειά ή όταν επέστρεφε σπίτι, φεύγοντας από τη δουλειά, έβλεπε τους ομοίους του να κάνουν το ίδιο και αισθανόταν μια βαρεμάρα που μέρα με τη μέρα όλο και αυξανόταν. Το μόνο που τον διασκέδαζε ήταν να κοιτάζει το τοπίο που, αυτό ναι, άλλαζε διαρκώς ανάλογα με την εποχή και τις εκάστοτε κλιματολογικές συνθήκες. Του άρεσε, επιπλέον, να το παρατηρεί από το αυτοκίνητό του γεγονός που, εκτός του ότι τον έκανε να νιώθει ασφαλής, τον απομόνωνε από τους άλλους ανθρώπους. Με τη μουσική στη διαπασών και το δρόμο ολόκληρο μπροστά του, η πραγματικότητα αχνόσβηνε πίσω από τα τζάμια όπως όταν κοιμόταν ή όταν διάβαζε ακόμα μυθιστορήματα από προσωπικό γούστο. Ήταν μια αίσθηση που του έδινε ευχαρίστηση και που σταδιακά του έγινε ανάγκη.
      Στην αρχή, περιοριζόταν στο να την απολαμβάνει καθοδόν προς τον εκδοτικό οίκο ή επιστρέφοντας σπίτι. Κρατούσε λίγο, αφού δεν απείχαν πολύ μεταξύ τους, και άρχισε να τον γεμίζει όλο και λιγότερο. Γι’ αυτό αποφάσισε να την παρατείνει τεχνητά επιμηκύνοντας τη διαδρομή, κυρίως στην επιστροφή, που δεν είχε να χτυπήσει κάρτα. Έτσι άρχισε να ανακαλύπτει άλλους δρόμους και άλλες γειτονιές που μέχρι τότε τις γνώριζε μόνο από τον Τύπο. Και, βέβαια, καινούργια διαφορετικά τοπία που ήταν αυτό που του άρεσε περισσότερο. Η θέα της πόλης που χανόταν πίσω του, ή των κτιρίων που εμφανίζονταν ξανά, όταν επέστρεφε, στον ορίζοντα του προκαλούσε τέτοια συγκίνηση όσο και η πιο συναρπαστική περιπέτεια. Τι κρίμα που έπρεπε πάντα να επιστρέψει στο σπίτι και να βυθιστεί σε μια πραγματικότητα την οποία άντεχε όλο και λιγότερο.
      Επιπλέον, καθώς εκείνα τα ταξίδια της επιστροφής άρχισαν να παρατείνονται όλο και περισσότερο, η γυναίκα του άρχισε να τον υποψιάζεται, φοβούμενη ότι συνέβαινε κάτι που εκείνη δεν γνώριζε. Εκείνος δεν μπορούσε να της εξηγήσει το λόγο για τον οποίο γύριζε αργά στο σπίτι (δεν θα τον πίστευε ούτε η γυναίκα του), και γι’ αυτό παρέμενε σιωπηλός. Αφού δεν έκανε τίποτα το ανήθικο, γιατί έπρεπε να πει ψέματα; Έτσι λοιπόν εξακολούθησε να κάνει αυτό που του άρεσε, δίχως να τον νοιάζει το τι έλεγε η γυναίκα του.
            Τα παιδιά του δεν έπαιρναν χαμπάρι τίποτα. Εφόσον μπορούσαν να βλέπουν τηλεόραση και να έχουν χρήματα για να βγαίνουν ή για να αγοράζουν ρούχα, λίγο τους ένοιαζε τι έκανε ο πατέρας τους ή για ποιο λόγο η μητέρα τους ήταν πάντα κακόκεφη. Τον έβλεπαν να επιστρέφει στο σπίτι όλο και πιο μελαγχολικός όλο και πιο αργά τα βράδια, αλλά δεν ρωτούσαν καν την αιτία. Και η γυναίκα του, όμως, σταμάτησε να τον ρωτάει. Ήξερε ότι κάτι συνέβαινε, αλλά, μπροστά στη σιωπή του, προτιμούσε να μην κάνει ερωτήσεις. Έτσι λοιπόν, το βραδινό φαγητό περιοριζόταν σε σύντομες συζητήσεις για επουσιώδη θέματα που διακόπτονταν από την τηλεόραση. Το ίδιο επαναλαμβανόταν και έπειτα, όταν η γυναίκα του και εκείνος έμεναν επιτέλους μόνοι στην κρεβατοκάμαρα.
         Αυτό συνέτεινε στο να αρχίσει να οδηγεί το αυτοκίνητό του όλο και πιο συχνά, επί ώρες. Ακόμα και τις Κυριακές, τις οποίες προηγουμένως συνήθιζε να τις περνάει κλεισμένος στο σπίτι (κατέβαινε μόνο, όταν σηκωνόταν από το κρεβάτι, για ψωμί και εφημερίδα), έβγαινε να κάνει μια βόλτα, παρά την έντονη δυσαρέσκεια της γυναίκας του. Τότε ήταν που διέτρεχε μεγαλύτερο αριθμό χιλιομέτρων και το απολάμβανε ακόμα περισσότερο, αφού κυκλοφορούσαν ελάχιστα αυτοκίνητα στην πόλη. Το ίδιο συνέβαινε στους αυτοκινητόδρομους, τους οποίους είχε αρχίσει σιγά σιγά να γνωρίζει, ακόμα και τους πιο απομακρυσμένους, καθώς άρχισε να επεκτείνει την ακτίνα μετακίνησής του. Σε μια περίπτωση, έφτασε να κάνει τριακόσια ολόκληρα χιλιόμετρα, την ώρα που η οικογένειά του έβλεπε τηλεόραση στο σπίτι.
      Αλλά ακόμα και αυτές οι έξοδοι άρχισαν να του φαίνονται σύντομες. Χρειαζόταν όλο και περισσότερο χρόνο οδήγησης, όπως ο αλκοολικός ή ο ναρκομανής χρειάζονται όλο και περισσότερο αλκοόλ ή μεγαλύτερες δόσεις ναρκωτικών. Το αλκοόλ του ήταν τα τοπία και το ναρκωτικό του η οδήγηση. Και η μουσική, που αναμιγνυόταν μαζί τους μετατρέποντας τον κόσμο σε κάτι διαφορετικό.
       Έτσι, λοιπόν, δεν είναι παράξενο, μετά από όλα όσα είπαμε, που μια Κυριακή βγήκε με το αυτοκίνητο (ήταν καλοκαίρι και η πόλη ήταν έρημη· η πλειοψηφία των γειτόνων είχε φύγει για διακοπές) και που, όταν έφτασαν μεσάνυχτα, εξακολουθούσε να είναι άφαντος. Η γυναίκα του ανησύχησε και τηλεφώνησε στην αστυνομία, αλλά δεν κατάφεραν να μάθουν τίποτα για εκείνον. Την επόμενη μέρα, στον εκδοτικό οίκο, το γραφείο του ήταν κενό και έτσι παρέμεινε μέχρι που τον αντικατέστησαν. Εκεί που δεν τον αντικατέστησαν ήταν στο σπίτι του, όπως είναι λογικό· η γυναίκα του εξακολουθεί να πιστεύει ότι το έσκασε με άλλη και ότι γι’ αυτό δεν τηλεφώνησε ποτέ ούτε έδωσε κάποιο σημείο ζωής. Τα παιδιά του, από την πλευρά τους, δυσαρεστήθηκαν κάπως στην αρχή, σύντομα όμως συνήθισαν να μην τον βλέπουν τα βράδια, καθηλωμένα καθώς κάθονταν μπροστά στην τηλεόραση.        


                               Μετάφραση: Κωνσταντίνος Παλαιολόγος 


O  Julio Llamazares είναι ισπανός συγγραφέας και δημοσιογράφος. Γεννήθηκε στο χωριό Βεγκαμιάν στην επαρχία της Λεόν το 1955. Στα ελληνικά κυκλοφορούν τα μυθιστορήματά του Το φεγγάρι των λύκων (μτφ. Μαρία Χατζηγιάννη), Η κίτρινη βροχή (μτφ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος), η συλλογή διηγημάτων Στη μέση του πουθενά (μτφ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, Νάντια Γιαννούλια, Δώρα Δημητρίου, Θεώνη Κάμπρα) και το δοκίμιο Η τέχνη του ψεύδεσθαι (μτφ. Κωνσταντίνος Παλαιολόγος). Τελευταίο έργο του, το μυθιστόρημα Distintas formas de mirar el agua (2015).




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου