Δευτέρα 26 Ιανουαρίου 2015

Πίντο και Τσίντο, Παραμύθια για παιδιά που κοιμούνται αμέσως (Μέρος Β´)


Η μαργαρίτα

Η Ροσάουρα ήθελε να μάθει αν ο Μιγκέλ την αγαπούσε. Πήρε μια μαργαρίτα και άρχισε να βγάζει τα πέταλά της ενώ έλεγε:
«Μ’ αγαπάει... Δε μ’ αγαπάει... Μ’ αγαπάει... Δε μ’ αγαπάει...»
Η Ροσάουρα αγωνιούσε να δει τι θα έβγαινε: «μ’ αγαπάει» ή «δε μ’ αγαπάει».
Και τελικά βγήκε «δεν ξέρω», γιατί η μαργαρίτα δεν είχε ιδέα αν ο Μιγκέλ αγαπούσε τη Ροσάουρα.

Μουσική του δρόμου

Ο πλανόδιος μουσικός ακούμπησε στο έδαφος το καπέλο για τα κέρματα και άρχισε να παίζει σαξόφωνο. Μετά από λίγο ακούστηκε το κλάμα ενός μωρού. Μια γυναίκα πρόβαλε στο παράθυρο και είπε στο μουσικό:
«Άκου να σου πω! Μου ξύπνησες το παιδί!»
Τότε, ο πλανόδιος σαξοφωνίστας άρχισε να παίζει ένα νανούρισμα και το μωρό ξανακοιμήθηκε.

Ψάρεμα στη λίμνη

Ο ψαράς ήταν δύο ώρες στη βάρκα του. Ξαφνικά ένιωσε ένα τράβηγμα στο καλάμι. Μάζεψε την πετονιά και είδε αυτό που έφερνε το αγκίστρι. Εκνευρισμένος, αναφώνησε:
«Κι άλλη μπότα!»
Ο ψαράς την έβγαλε από το αγκίστρι και την πέταξε στο νερό.
Γι’ ακόμη μια φορά, χάρη στην εξαιρετική ικανότητά του να καμουφλάρεται, το ψάρι μπότα είχε σωθεί.  

Το κάστρο από τραπουλόχαρτα

Εκείνο το απόγευμα ο Ούγο είχε παίξει με τα αυτοκινητάκια του και με τη σβούρα του και είχε ολοκληρώσει δύο παζλ.
«Και με τι άλλο μπορώ να παίξω;», αναρωτήθηκε.
Θυμήθηκε ότι το πρωί ο πατέρας του, η μητέρα του, ο παππούς του και μια από τις θείες του είχαν παίξει μια παρτίδα χαρτιά. Ο Ούγο ήξερε πού φύλαγαν την τράπουλα, κι έτσι πήγε να τη βρει. Ο Ούγο δεν ήξερε να παίζει ούτε πόκερ, ούτε μπριτζ, ούτε μπιρίμπα. Το μόνο που ήξερε να κάνει με την τράπουλα ήταν να φτιάχνει κάστρα.
Και βάλθηκε να κατασκευάσει ένα πάνω στο τραπέζι του σαλονιού. Ο Ούγο κατασκεύαζε το κάστρο με μεγάλη μαεστρία, τοποθετώντας τα χαρτιά πολύ προσεκτικά. Αλλά, όταν κόντευε να το τελειώσει, το κάστρο άρχισε να τρέμει και αμέσως κατέρρευσε. Ο Ούγο ξεκίνησε πάλι από την αρχή και έστησε με περισσότερη προσοχή τα χαρτιά, αλλά και πάλι το κάστρο άρχισε να τρέμει και γκρεμίστηκε. Και έτσι ξανά και ξανά μέχρι που ο Ούγο κουράστηκε και μάζεψε την τράπουλα. Ο Ούγο μονολόγησε ότι δεν ήταν ικανός να κατασκευάζει κάστρα από χαρτιά. Αλλά το κάστρο δεν έπεφτε εξαιτίας του Ούγο. Το κάστρο από χαρτιά έπεφτε γιατί ο ρήγας κούπα έλεγε ότι εκείνος ήταν ιδιοκτήτης του κάστρου· και ο ρήγας καρό έλεγε ότι όχι, εκείνος ήταν ιδιοκτήτης του κάστρου· και ο ρήγας μπαστούνι έλεγε ότι όχι, εκείνος ήταν ιδιοκτήτης του κάστρου ̇ και ο ρήγας σπαθί έλεγε ότι όχι, εκείνος ήταν ιδιοκτήτης του κάστρου.
Και καυγάδιζαν, και πάνω στον καβγά τους γκρέμιζαν το κάστρο.

Ζώα από χαρτί

Το πρωτάθλημα κατασκευής οριγκάμι άρχισε γύρω στις επτά το απόγευμα.
Ο πρώτος διαγωνιζόμενος άρπαξε ένα φύλλο χαρτί και άρχισε να το τσακίζει από δω, να το τσακίζει από κει,  να κάνει κι άλλο τσάκισμα, κι άλλο τσάκισμα, κι άλλο κι άλλο και μπροστά στην επιτροπή εμφάνισε έναν υπέροχο δεινόσαυρο με κάθε λεπτομέρεια. Φαίνονταν ακόμα και τα κοφτερά του δόντια.
Και έτσι, ο ένας διαγωνιζόμενος μετά τον άλλον έφτιαχναν φιγούρες με δεξιοτεχνία. Ο τελευταίος διαγωνιζόμενος ήταν ένας κύριος ηλικιωμένος με άσπρα μαλλιά, άσπρο μουστάκι και άσπρα γυαλιά στην άκρη της μύτης. Άρπαξε ένα φύλλο χαρτί και άρχισε να το τσακίζει από δω, να το τσακίζει από κει, να κάνει κι άλλο τσάκισμα, κι άλλο τσάκισμα, κι άλλο κι άλλο και μπροστά στην επιτροπή εμφάνισε ένα χάρτινο παπιγιόν.
Τα μέλη της επιτροπής γέλασαν μαζί του επειδή είχε κάνει σε ένα πρωτάθλημα κατασκευής οριγκάμι κάτι τόσο απλό όσο ένα χάρτινο παπιγιόν.
Και τότε ξαφνικά το παπιγιόν φτερούγισε και πέταξε σε όλη την αίθουσα.
Τα μέλη της επιτροπής είχαν ακόμα το στόμα ανοιχτό όταν  έδιναν το πρώτο βραβείο στον ηλικιωμένο κύριο με τα άσπρα μαλλιά, το άσπρο μουστάκι και τα άσπρα γυαλιά στην άκρη της μύτης.

Η γοργόνα και ο άνθρωπος

Η Ταμαλίντα, η γοργόνα, και ο Ουμπάλδο, ο άνθρωπος, ερωτεύτηκαν. Ο έρωτάς τους ήταν ανέφικτος: η Ταμαλίντα, η γοργόνα, ήταν ένα πλάσμα της θάλασσας, ο Ουμπάλδο, ο άνθρωπος, πλάσμα της στεριάς.
Τότε η Ταμαλίντα ζήτησε από την Αρχινεράιδα της Θάλασσας να τη μεταμορφώσει σε άνθρωπο ώστε να μείνει για πάντα στο πλευρό του Ουμπάλδο. Η Αρχινεράιδα την προειδοποίησε πως μετά δεν θα μπορούσε να το μετανιώσει και να επιστρέψει στη μορφή της γοργόνας. Η Ταμαλίντα δέχτηκε και η ουρά της μετατράπηκε σε  πόδια ανθρώπου.
Εκείνο όμως που δεν ήξερε η Ταμαλίντα ήταν ότι ο Ουμπάλδο είχε ζητήσει από την Αρχινεράιδα της Στεριάς να τον μεταμορφώσει σε γοργόνο ώστε να είναι για πάντα στο πλευρό της. Η Αρχινεράιδα της Στεριάς τον προειδοποίησε πως δεν θα μπορούσε να το μετανιώσει και να επιστρέψει στην ανθρώπινη μορφή του. Ο Ουμπάλδο δέχτηκε και η Αρχινεράιδα της Στεριάς μετέτρεψε τα πόδια του σε ουρά ψαριού.
Τώρα πια η Ταμαλίντα ήταν ένα πλάσμα της στεριάς και ο Ουμπάλδο ένα πλάσμα της θάλασσας. Ο έρωτάς τους εξακολουθούσε να είναι ανέφικτος.
Η Ταμαλίντα και ο Ουμπάλδο στεναχωρήθηκαν. Και λυπημένοι καθώς ήταν, τους ήρθε η ιδέα. Πήγαν λοιπόν στην Αρχινεράιδα του Αέρα και της ζήτησαν να τους μεταμορφώσει σε πουλιά.
Η Ταμαλίντα και ο Ουμπάλδο, πλάσματα του αέρα πλέον, άνοιξαν τα φτερά τους και πέταξαν πλάι πλάι.

Το ταξίδι του ποταμιού

Το ποτάμι γεννήθηκε ανάμεσα στις πέτρες και άρχισε να τρέχει. Η αποστολή του ποταμιού ήταν να φτάσει στη θάλασσα. Όμως το ποτάμι δεν είχε ούτε χάρτες, ούτε πυξίδα, και δεν ήξερε πώς να φτάσει στη θάλασσα. Τότε, μακριά, στα δεξιά του, είδε ένα δέντρο, κατευθύνθηκε προς αυτό και το ρώτησε:
«Θα μπορούσες να μου δείξεις από πού πάει κανείς στη θάλασσα;»
Το δέντρο απάντησε:
«Μμμ, δεν ξέρω. Ρώτα εκείνο εκεί το βράχο».
            Το ποτάμι κοίταξε στα αριστερά του και είδε το βράχο. Πήγε ως εκεί και τον ρώτησε:
«Θα μπορούσες να μου δείξεις από πού πάει κανείς στη θάλασσα;»
«Ιδέα δεν έχω», είπε ο βράχος.
Το ποτάμι συνέχισε την πορεία του, χωρίς να ξέρει καλά καλά αν ακολουθεί τη σωστή κατεύθυνση. Τότε, στα δεξιά του, είδε ένα σκίουρο. Πήγε να τον συναντήσει και τον ρώτησε από πού πηγαίνει κανείς στη θάλασσα, και ο σκίουρος του είπε ότι δεν ήξερε. Το ποτάμι συνέχισε την πορεία του, και μετά από λίγο είδε στα αριστερά του ένα λουλούδι, και ρώτησε το λουλούδι από πού πηγαίνει κανείς στη θάλασσα και το λουλούδι τού είπε ότι δεν ήξερε.
Και ρωτώντας ξανά και ξανά, μια μέρα το ποτάμι κατάφερε να φτάσει στη θάλασσα.
Γι’ αυτό τα ποτάμια δεν πηγαίνουν ευθεία και ακολουθούν ένα δρόμο γεμάτο στροφές. Γιατί πρέπει συνεχώς να ρωτούν τον έναν και τον άλλον από πού πηγαίνει κανείς στη θάλασσα.

Ο άνθρωπος-άγαλμα

Ο μίμος τυλίχτηκε με ένα λευκό μανδύα, τοποθέτησε ένα βάθρο στη μέση του δρόμου, ανέβηκε σ’ αυτό και παρέμεινε εντελώς ακίνητος, κάνοντας το άγαλμα, ώστε οι περαστικοί να θαυμάσουν το πόσο καλά το έκανε και να του ρίξουν μερικά κέρματα στο καπέλο. Οι περαστικοί έλεγαν:
«Τι ωραία που κάνει το άγαλμα! Δεν κουνιέται καθόλου! Ούτε καν ανοιγοκλείνει τα μάτια του!»
Πράγματι, ο μίμος ήταν απολύτως ακίνητος. Τόσο, που μερικοί έφτασαν να πιστέψουν πως επρόκειτο για αληθινό άγαλμα. Ακόμα και εκείνοι που δύσπιστοι, έφταναν να τον αγγίξουν, διαπίστωναν πως το σώμα του μίμου ήταν σκληρό σαν μάρμαρο. Το καπέλο του γέμισε νομίσματα.
Όμως η αλήθεια είναι πως ο μίμος ποτέ δεν είχε κάνει καλά το άγαλμα και στο καπέλο του ποτέ δεν έμπαιναν πολλά χρήματα. Εκείνη τη μέρα ο μίμος έκανε καλά το άγαλμα γιατί στο δρόμο είχε τόσο κρύο που ο μίμος πάγωσε και έμεινε κοκαλωμένος.
Το επόμενο πρωί, οι ακτίνες του ήλιου άρχισαν να τον ξεπαγώνουν. Το πρώτο που ξεπάγωσε ήταν το δεξί του χέρι. Ο μίμος τέντωσε το δεξί του χέρι προς το καπέλο και μάζεψε τα κέρματα.


Η μετάφραση είναι προϊόν του μαθήματος Λογοτεχνικής Μετάφρασης από τα ισπανικά στα ελληνικά που διδάσκει ο επίκουρος καθηγητής Κωνσταντίνος Παλαιολόγος στο Τμήμα Ιταλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ. Συμμετείχαν οι φοιτητές Δημήτρης Δεληγιάννης, Μαρία Ζαφειράκη, Βικτωρία Ιωαννίδου, Δημήτρης Ιωάννου, Κορνηλία Κολύβα, Παναγιώτα Κουβέλη, Έλενα Κουνατίδου, Νόρα Μαλαματίδου, Κριστίνα Οθέτε Μοντόρο, Βερόνικα Πετρόνε, Νάνσυ Ρηγοπούλου, Σοφία Τερλιάμη, Κυριάκος Τσαχουρίδης, Γωγώ Χατζάκη.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου