Δευτέρα 11 Αυγούστου 2014

Μια μηχανή για κινούμενα τοπία, του Δημήτρη Καλοκύρη


ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ
ΣΙΔΗΡΟΔΡΟΜΙΚΩΣ: ΜΠΟΥΕΝΟΣ ΑΪΡΕΣ-ΜΑΔΡΙΤΗ


 Δεν ξέρω αν ισχύει ακόμη, αλλά, μέχρι πρότινος τουλάχιστον, στα τραίνα, πίσω από τη θέση του μηχανοδηγού, υπήρχε μια συσκευή που λεγόταν «Dead-man’s handle» (η λαβή του νεκρού). Ο μηχανισμός αυτός λειτουργούσε με την πίεση που ασκούσε με την πλάτη του ο οδηγός στο κάθισμα. Αν η πίεση χαλάρωνε (σε περίπτωση λιποθυμίας, αιφνίδιου θανάτου λ.χ.), τότε η συσκευή ενεργοποιούσε τη διαδικασία της τροχοπέδησης και το τραίνο σταματούσε.
            Παρόμοια διαδικασία διαρκούς εγρήγορσης μοιάζει να διέπει και το μηχανισμό της λογοτεχνίας. Πρέπει να πιέζεις συνεχώς τους συνειρμούς για να κρατήσεις το κείμενο σταθερό πάνω στις ράγες της γλώσσας. Αν χαλαρώσεις, το κείμενο ξεφουσκώνει, το ρεύμα εξατμίζεται· η τέχνη της λογοτεχνίας μεταπίπτει στη χειροτεχνία της γραφής.
            Και τα επτά σιδηροδρομικά διηγήματα του βιβλίου αυτού, που φιλοτέχνησαν με λεπτότητα οι σπουδάστριες και οι έμπειροι διδάσκοντες του Ισπανικού Τμήματος του Ε.ΚΕ.ΜΕ.Λ., διατηρούν, λίγο ως πολύ, αυτή την ένταση. Η κυματιστή γραμμή που ενώνει το Μπουένος Άιρες με τη Μαδρίτη επεκτείνεται, χάρη στην παρούσα έκδοση, μέχρι την Αθήνα, φέρνοντας, θριαμβευτικά, διαπεραστικούς καπνούς της ισπανόφωνης λογοτεχνίας στη γλώσσα μας. Οι μεταφραστές φρόντισαν όχι μόνο να αποδώσουν τα κείμενα σε εύηχα ελληνικά, αλλά και να διατηρήσουν το ιδιαίτερο ηχόχρωμα που διαπερνά το καθένα τους.
            Προερχόμενοι από τις τέσσερις άκρες της Ιβηρικής αλλά και από το Μεξικό και την Αργεντινή, οι συγγραφείς (διαφόρων γενεών και διαμετρημάτων) αποτυπώνουν επτά ιστορίες διατυπωμένες με τελείως διαφορετική οπτική.
            Τα κοριτσάκια που παριστάνουν τα αγάλματα για χάρη των επιβατών που κοιτάζουν από τα παράθυρα καθώς τις προσπερνά με ταχύτητα ο συρμός, ο απολυμένος υπάλληλος που ανεβοκατεβάζει τις μπάρες για να περάσουν ανύπαρκτα τραίνα, η γυναίκα-μελωδία που δείχνει για μια στιγμή στον ταξιδιώτη την ενδεχόμενη άλλη όψη της ζωής, η γυναίκα-οπτασία που παρασέρνει έναν επιβάτη σε μυστικιστικούς συνειρμούς, η κρυφή διαδρομή στο χείλους του θανάτου προκειμένου ένα κορίτσι να αποσύρει τον επικείμενο καρπό ενός παράνομου έρωτα και, τέλος, μια καταβύθιση με τραίνο ανάμεσα στα τούνελ του Άδη, ενός ταξιδιώτη-Ορφέα που ελευθερώνει την επιβάτιδα-Ευριδίκη. Άφησα χωριστά ένα πραγματικά αφηγηματικό αριστούργημα του Μεξικανού Χουάν Χοσέ Αρεόλα, ένα συμπυκνωμένο μυθιστόρημα εξαιρετικής αφηγηματικής τεχνικής, που θα μπορούσε να αποτελεί την ατμομηχανή που τραβάει τα έξι κατάμεστα βαγόνια, με σκευοφόρο τον αγαπημένο μου Κορτάσαρ.

*

Τι είναι το τραίνο για τον ταξιδιώτη; Συνήθως ένα αναγκαίο κακό ― κάποιες ώρες που αναγκάζεται να περάσει, βαρετά ή ευχάριστα, μέχρι τον προορισμό του.
            Τι είναι το τραίνο για τον δημιουργό; Μια μηχανή που παράγει κινούμενα τοπία και εναλλασσόμενους συνειρμούς. Από τη Βιομηχανική Επανάσταση, ιδίως, και μετά, όλα τα μέσα μεταφοράς αποτέλεσαν πηγές λαμπρής αφηγηματικής διεργασίας για πολλούς συγγραφείς. Γιατί, αντίθετα με τον καταναγκασμό του απλού επιβάτη, ο συγγραφέας συχνά αξιοποιεί το ίδιο το ταξίδι ως πηγή άντλησης υλικού.
            Κάθε ταξίδι εμπεριέχει εξ ορισμού την περιπέτεια. Στο μετρό ή στο τρόλεϊ, διαβάζοντας εφημερίδες ή ρομάντσα, ακούγοντας γουόκμαν ή κρυφακούγοντας τους διπλανούς, χαζεύοντας τριγύρω ή έξω από τα παράθυρα, ταξιδεύοντας με αεροπλάνο, τραίνο, πλοίο, λεωφορείο ή ακόμα ―σε μερικές περιπτώσεις φαντασιακής λογοτεχνίας― με διαστημόπλοιο, οι συγκοινωνίες μοιάζει να υλοποιούν την έφεση για διαδρομές, μια συμπυκνωμένη, κινούμενη αποτύπωση του μοντέλου της κοινωνίας που αποτελούμε. Διαθέτουν όπως και εκείνη ταξική διαστρωμάτωση (ανάλογα με την οικονομική σου κατάσταση απολαμβάνεις περισσότερες ανέσεις), αλλά η ουσία είναι μία: για ένα ορισμένο χρονικό διάστημα ένα τυχαίο κοινωνικό σύνολο συνυπάρχει με κοινό προορισμό.
            Το πιο συναρπαστικό συστατικό του ταξιδιού είναι ακριβώς το ενδεχόμενο του τυχαίου. Στο διπλανό σου κάθισμα ενδέχεται να συναντήσεις από αντιπαθείς ή ρυπαρούς συνταξιδιώτες, μέχρι το πρόσωπο των ονείρων σου. Μπορείς να παίξεις μαντεύοντας τα επαγγέλματα των συνεπιβατών, τα ενδιαφέροντά τους, τις σχέσεις που έχουν μεταξύ τους, ή να προσπαθείς να ερμηνεύσεις τον τρόπο που εκείνοι σε φαντάζονται.
            Το τραίνο, ιδιαίτερα απ’ όλα τα μέσα συγκοινωνίας, έχει εμπνεύσει άπειρα κείμενα, άπειρες ταινίες, άπειρα τραγούδια. Είναι το μέσο που σου επιτρέπει να κινείσαι ενώ βρίσκεται εν κινήσει, να βαδίζεις αντίστροφα προς τη φορά του τοπίου ή παράλληλα προς αυτήν, να τρως ή να ξαπλώνεις κατά βούληση ενώ ο συρμός τρέχει ασθμαίνοντας προς τον επόμενο σταθμό.
            Έχει επίσης το πλεονέκτημα ότι είναι το κατ’ εξοχήν μέσο που συνδυάζει την ταχύτητα με την ασφάλεια, την επαφή με το έδαφος με την ωρολογιακή ακρίβεια (στις περισσότερες τουλάχιστον χώρες). Τόσο ο αμερικάνικος όσο και κατά ικανό μέρος ο σύγχρονος ευρωπαϊκός πολιτισμός χτίστηκαν πάνω στην αγωνία της εξάπλωσης των γραμμών.
            Ο ρυθμός που παράγουν οι τροχοί του συνδέεται με τους σωματικούς μας μηχανισμούς: τους καρδιακούς παλμούς, τις κινήσεις του στομάχου, τη νύστα που φέρνει η αδιάκοπη επανάληψη ―σαν διάλεξη που περιγράφει τους κύκλους αναπαραγωγής της νοτιοαφρικανικής αντιλόπης. Στα βαγόνια του έχουν διαπλεχθεί μεγάλα ειδύλλια, διαπράχθηκαν στυγερά εγκλήματα, λύθηκαν φοβερά μυστήρια. Στους διαδρόμους του καπνίσαμε αμέτρητα τσιγάρα, στις τουαλέτες του στιγμές έξαρσης, στα μπαρ του νύχτες κλυδωνισμών.
            Το ταξίδι συμπίπτει με τη διαδικασία του ονείρου· όσο διαρκεί σε συναρπάζει. Όταν αρχίζεις να πλήττεις μπαίνει σφυρίζοντας στο σταθμό: στη Βαβέλ της καθημερινότητας· σ’ έναν τόπο γεμάτο αγκαλιάσματα, δάκρυα και φιλιά.
            Ο κεντρικός σταθμός της Μαδρίτης έχει στο κέντρο ένα υπέροχο θερμοκήπιο γεμάτο τροπικά πουλιά.
            Σ’ αυτά τα πουλιά θα σταθώ και θα κλείσω, παραθέτοντας ένα μικρό κείμενο που δημοσίευσα προ ετών και το οποίο ταιριάζει, νομίζω, στη συγκεκριμένη περίπτωση· λέγεται:

Διασυρμοί.

Ο πατέρας μου είχε, μικρός, ένα ολόκληρο τραινάκι πού, ανεξήγητα, χάθηκε. Μάλλον θα παράπεσε στις αλλεπάλληλες μετακομίσεις, εγώ πάντως πίστευα ότι του το κατάσχεσαν οι Γερμανοί στην Kατοχή για να μεταφέρουν μικροσκοπικούς εβραίους στα στρατόπεδα ή θερισμένα σιτηρά μαζί με σκοτωμένους του Στάλινγκραντ. Δεν ξέρω γιατί μου ερχόταν αυτός ο συνειρμός, αλλά με συγκινούσε η φήμη πως οι Pώσοι είχαν φαρδύνει τις ράγες των τραίνων τους κι έτσι δεν μπόρεσαν να περάσουν οι γερμανικοί συρμοί στα ρωσικά εδάφη, γεγονός που συσχέτιζα με το θρύλο ότι σε κάθε σιδηροδρομικό σταθμό της Πρωσίας λογάριαζαν κάποτε να εγκαταστήσουν από έναν λευκό παπαγάλο, εκπαιδευμένο να επαναλαμβάνει το όνομα του σταθμού! Μήπως γι’ αυτό ν’ αντιπαθούσε τους σιδηροδρόμους ο Φλωμπέρ;
                Από τον πατρικό, πάντως, σιδηρόδρομο κληρονόμησα μονάχα μια ραγισμένη, κοκκινωπή σκευοφόρο. Εκείνα τα χρόνια μιλούσαν ακόμα στην Κρήτη για το σχέδιο του Βενιζέλου να διασχίζουν το νησί σιδηροτροχιές από τη μια άκρη ως την άλλη και οι συνομήλικοί μου όλοι αγαπούσαν με πάθος τα τραίνα που είχαν πια τροχιοδρομηθεί στην σφαίρα του μύθου και οι πάντες με τραινάκια έπαιζαν και στους δρόμους σιγοσφυρίζαμε θούριους για ατμομηχανές. Παράλληλα, στα λυγμικά τραγούδια που έπαιζε το ραδιόφωνο, τα τραίνα με τους μετανάστες ή τους εραστές έπαιρναν μελοδραματικές διαστάσεις.
                Είναι περιττό, νομίζω, να προσθέσω ότι το όνειρο του καθενός μας ήταν από τότε να γίνει μηχανοδηγός, μηχανικός στην έλξη ή έστω ελεγκτής εισιτηρίων. Καμιά φορά στον κινηματογράφο βλέπαμε ινδιάνους να καταδιώκουν την αμαξοστοιχία στο Iλινόι, τη Nεμπράσκα και το Άρκανσο (ατμάμαξες με τριψήφιους συνήθως αριθμούς και τεράστια μονογράμματα) και φανταζόμουν έφιππους ποιμένες να εφορμούν καλπάζοντας από τα Λευκά Όρη ή τα Αστερούσια και να κυνηγούν το τραίνο μου κραδαίνοντας τα μαυρομάνικα, πάνω στα ερυθρόμορφα μωσαϊκά της κουζίνας όπου είχα εγκαταστήσει το πρωτόγονο τροχιοδομικό μου δίκτυο.
                Διότι απέκτησα πολλά τραίνα: το πρώτο ήταν μάλλον ξύλινο και πιο υποτυπώδες· μετά ήρθαν δύο τενεκεδένια, με τυπωμένες ένθεν και ένθεν τις μηχανολογικές λεπτομέρειες· κατόπιν πήρα πλαστικά κάθε λογής και ύστερα ―με αιματηρές οικονομίες οφείλω να πω― βρέθηκα κύριος και νομεύς μεταλλικής μινιατούρας Μέρκλιν, συγκεκριμένου τύπου ατμομηχανής υπό ακριβή κλίμακα.
                Με τον καιρό πέρασα σήραγγες και σταθμούς του βίου, ταξίδεψα με υπόγειους, οδοντωτούς, οτομοτρίς και ντρεζίνες, εξπρές και υπερταχείες, ρυμούλκες, πόστες, μεταγωγικά, κοιμήθηκα σε πάγκους, σε κουκέτες ή κλινάμαξες, τραινάροντας τη μοιραία συνάντηση με τον εφιάλτη της επιστροφής, ανέβηκα σε βαγόνια και λοκομοτίβες, ντήζελ, ηλεκτρικά ή καρβουνιάρικα, σε ασφυκτικά κουπέ με το βαθύ εκείνο μπλε φωτάκι του κοβαλτίου της σκοτεινιάς ή σε άδειους διαδρόμους, ξημερώματα, καπνίζοντας κατά ριπάς προς βορράν, υπομένοντας την ακίδα της περιφρόνησης στο βλέμμα μιας αγέρωχης δεσποινίδας.
                Ακόμα στέκομαι στις βιτρίνες και παρακολουθώ τις δαιδαλώδεις διαδρομές τους τις γιορτές. Στο γιο μου πήρα άφθονα τραινάκια φυσικά, με μπαταρίες, μετασχηματιστές, τηλεκατευθυνόμενα και πάντα με ενθουσιάζουν αναγνώσματα που αρχίζουν με φράσεις όπως: «Το τραίνο άφηνε την πόλη και τα παιδιά τσακώνονταν μπρος στο παράθυρο ποιο θα πρωτορουφήξει τον αλμυρό αέρα που ορμούσε στο πυρωμένο βαγόνι» ή «Στο διαμέρισμα του τραίνου, δίπλα στον στρατιώτη, ήρθε και κάθισε μια ψηλή, καλοφτιαγμένη κυρία»...
                 Και να ’τες πάλι οι «καλοφτιαγμένες κυρίες» που σπινθήριζαν τις διαδρομές προς τη Λουμπλιάνα, όπως εκείνη έξω από το Mάριμπορ υπό βροχήν, πίνοντας μπύρες με τους ταχυδρομικούς στο τελευταίο βαγόνι, στη Mασσαλία με την Φερνάντα και έξω από τη Φιγκέιρα, με τη Mαρία Zοάο, στα χρόνια ακόμα του Σαλαζάρ, να μας ελέγχουν επί ώρες βλοσυροί δυο Πορτογάλοι της μυστικής τα διαβατήρια.
                Με τραίνο διασχίσαμε την ελληνική νύχτα, μια άνοιξη του ’72, ταξιδεύοντας με τον Ανδρέα Εμπειρίκο στο βαγκόν λι προς Θεσσαλονίκη, όπου φωτογραφίζαμε με το βλέμμα τα σκοτεινά εδάφη και τα κινούμενα φώτα.
                Συνέχισα να επιβιώνω με τη νοοτροπία του επιβάτη. Έτσι δεν είναι ίσως εντελώς παράξενο που οι τροχιόδρομοι διέσχιζαν τις φλέβες μου χαρτογραφώντας τα τοπία της επιστροφής κι έγιναν «Tραμ» αργότερα, όχημα περιοδικό του λόγου και της τέχνης, κηλίδες του καπνού και ορυχεία φευγαλέων εικόνων.

            Αλλά νομίζω πλέον πως εκτροχιάστηκα.



Η παρουσίαση της ανθολογίας διηγημάτων Σιδηροδρομικώς. Μπουένος Αϊρες - Μαδρίτη με τρένο (εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου) έλαβε χώρα στη Στοά του Βιβλίου στις 3 Φεβρουαρίου του 2004. Ομιλητές: Λένα Διβάνη, Δημήτρης Καλοκύρης, Αντώνης Φιλιππουπολίτης, Κωνσταντίνος Παλαιολόγος.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου