Δευτέρα 30 Δεκεμβρίου 2013

Διασχίζοντας σύνορα: ο ρόλος των μεταφραστών και των μεταφράσεων στη διαμόρφωση του λογοτεχνικού κανόνα, του Κωνσταντίνου Παλαιολόγου

Κανόνας σημαίνει πίστη (μερικές φορές τυφλή) στις εντολές μιας εξουσίας, δεν είναι τυχαίο άλλωστε πως πρόκειται για όρο θρησκευτικής προέλευσης αφού ορίζει το σύνολο των βιβλίων της Παλαιάς και της Καινής Διαθήκης που αναγνωρίζονται ως γνήσια από την Εκκλησία. Ωστόσο, η λέξη κανόνας, στο πλαίσιο ενός λογοτεχνικού συστήματος (είτε αυτό πρόκειται για εθνικό, είτε για διεθνές ή ακόμα και παγκόσμιο) χρησιμοποιείται για να ορίσει τους συγγραφείς και τα έργα εκείνα που σύμφωνα με την εκδοτική «βιομηχανία» (συγγραφείς, εκδότες, κριτικούς λογοτεχνίας, ακαδημαϊκούς, πανεπιστημιακούς καθηγητές κ.λπ.) αποτελούν προνομιακό αντικείμενο ανάγνωσης και μελέτης. Σύμφωνα με τον Itamar Even-Zohar (2007: 14) ως κανόνα «αντιλαμβανόμαστε τις νόρμες και τα λογοτεχνικά έργα (δηλαδή, τόσο τα πρότυπα όσο και τα κείμενα) που είναι αποδεκτά ως γνήσια από τους κυρίαρχους κύκλους ενός πολιτισμού, ενώ τα πιο εξαιρετικά από αυτά τα προϊόντα διαφυλάττονται από την κοινότητα για να αποτελέσουν μέρος της ιστορικής κληρονομιάς της».
Ο ισραηλινός θεωρητικός ήδη από τη δεκαετία του ’90 (1990: 15-16), στη θεωρία του περί πολυσυστήματος, όριζε τον κανόνα ως μια δομή δυναμική και, επομένως, ανοικτή σε αλλαγές. Για να υπογραμμίσει αυτό το δυναμισμό χρησιμοποιούσε τους όρους κανονικοποίηση (αντί για κανονικότητα) και κανονικοποιημένο (αντί για κανονικό).
Εν τω μεταξύ, ένας άλλος στοχαστής εβραϊκής καταγωγής, ο Αμερικανός Harold Bloom, στο πολυσυζητημένο έργο του The western Canon: The Books and School of the Ages (1994), ένα βιβλίο εξαιρετικά αμφιλεγόμενο αλλά και ιδιοφυές, διότι, όπως σημειώνουν ο Pozuelo Yvancos και η Aradra Sánchez (2000: 9), αναβίωσε τη συζήτηση περί της θέσης «της Λογοτεχνίας και  των Ανθρωπιστικών Επιστημών στην τεχνολογική κοινωνία του σήμερα», τόνιζε το διδακτικό χαρακτήρα του κανόνα, αναδεικνύοντας την πιο παραδοσιακή και, κατά συνέπεια, λιγότερο ανοικτή σε αλλαγές πλευρά του (δεν είναι διόλου περίεργο το γεγονός ότι ο εν λόγω συγγραφέας έχει κατηγορηθεί για θεωρητικό νεοφονταμενταλισμό και συντηρητισμό): «Αρχικά, ο κανόνας σήμαινε την επιλογή των βιβλίων από τα εκπαιδευτικά ιδρύματά μας, και παρά τις πρόσφατες πολιτικές ιδέες περί πολυπολιτισμικότητας, το αυθεντικό ερώτημα που θέτει ο κανόνας εξακολουθεί να υφίσταται: Τι πρέπει να προσπαθήσει να διαβάσει το άτομο που εξακολουθεί να θέλει να διαβάσει αυτή τη στιγμή της ιστορίας;» (2005: 25).
Το παρόν κείμενο γράφτηκε με αφορμή το ερώτημα που έθεσε, στις αρχές του 2013, το Διεθνές Πανεπιστήμιο της Λα Ριόχα (UNIR) σε ειδικούς από 35 πανεπιστήμια όλου του κόσμου σχετικά με ποια επιλεγμένα βιβλία του δυτικού λογοτεχνικού κανόνα σε ισπανόφωνο περιβάλλον θα πρέπει να έχουν την τιμή να διατηρηθούν στις βιβλιοθήκες των σπιτιών των καλλιεργημένων ισπανόφωνων σπιτιών όταν όλα τα κείμενα θα είναι διαθέσιμα σε ηλεκτρονική μορφή. Με το εν λόγω ερώτημα ως αφορμή, προτιθέμεθα να εξετάσουμε σε ποιο βαθμό η διαμόρφωση του λογοτεχνικού κανόνα ενός πολιτισμού (του ισπανόφωνου, στην προκειμένη περίπτωση) επηρεάζεται από το έργο των μεταφραστών λογοτεχνίας, όχι μόνο όταν μεταφράζουν στη γλώσσα-στόχο έργα εγνωσμένης αξίας από κάποιο άλλο λογοτεχνικό σύστημα, αλλά και από την ιδιότητά τους ως διαμεσολαβητές, με την ευρύτερη έννοια, μεταξύ του πολιτισμού της χώρας καταγωγής των μεταφρασμένων έργων και εκείνου της χώρας άφιξής τους. Ταυτόχρονα, όμως, επιδιώκουμε να προχωρήσουμε περισσότερο για να υποστηρίξουμε ότι ο ρόλος της μετάφρασης στη διαμόρφωση ενός εθνικού κανόνα λειτουργεί σε δύο κατευθύνσεις: από τη μία πλευρά, η μετάφραση των έργων της παγκόσμιας λογοτεχνίας στη γλώσσα-στόχο δημιουργεί πρότυπα για την εθνική λογοτεχνία, και από την άλλη, η αναγνώριση των εθνικών συγγραφέων σε άλλα γλωσσικά περιβάλλοντα ενισχύει τη θέση τους στο λογοτεχνικό κανόνα της χώρας τους[1]. Ως χαρακτηριστικά παραδείγματα των προαναφερθέντων, θα εξετάσουμε τις περιπτώσεις του Κωνσταντίνου Καβάφη και της μετάφρασης του έργου του στην Ισπανία και του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα και της «παρουσίας» του στην Ελλάδα.
Πριν εισέλθουμε, ωστόσο, σε θέματα που σχετίζονται με το ρόλο που διαδραματίζουν η λογοτεχνική μετάφραση και οι μεταφραστές στη διαμόρφωση του κανόνα μέσα σε ένα λογοτεχνικό πολυσύστημα (για να θυμηθούμε ξανά τον Even-Zohar), κρίνουμε σκόπιμο να αφιερώσουμε  μερικές σκέψεις στους δύο βασικούς άξονες του ερωτήματος που μας έθεσε το UNIR: αναφερόμαστε, φυσικά, αφενός στο βιβλίο –ως «συμβολικό αγαθό», σύμφωνα με τον Bourdieu (2006), ο ρόλος του οποίου στο δυτικό πολιτισμό απειλείται (;) από τα νέα ηλεκτρονικά μέσα ανάγνωσης και διάδοσης των λογοτεχνικών έργων– και αφετέρου στη λογοτεχνία.
Το βιβλίο αρχίζει να αποκτά εμπορική διάσταση στα μέσα του 18ου αιώνα, δηλαδή, σχεδόν τρεις αιώνες μετά την εφεύρεση της τυπογραφίας. Από τότε κατέχει κεντρική θέση στο δυτικό πολιτισμό, μια θέση που (ορισμένοι θεωρούν πως) αμφισβητείται και κλονίζεται από την «προέλαση» των ebooks. Για να έχουμε μια ολοκληρωμένη ιδέα των προαναφερθέντων, αρκεί να διαβάσουμε τα στοιχεία που δημοσίευσε πρόσφατα η Ένωση Αμερικανών Εκδοτών (Association of American Publishers). Σύμφωνα με αυτά, κατά το 2012 το 22,55% των βιβλίων που πουλήθηκαν στις ΗΠΑ ήταν ebooks (το 2011 ήταν σχεδόν το 17% και το 2009 μόλις το 3%). Ένα άλλο στοιχείο που αξίζει να μνημονεύσουμε είναι το εκπληκτικό ετήσιο ποσοστό αύξησης του κύκλου εργασιών των ebooks που φτάνει το 40% (μόλις δύο χρόνια πριν το ποσοστό αυτό ήταν της τάξεως του 100%!). Ο εν λόγω κύκλος εργασιών δεν περιλαμβάνει τα βιβλία που αυτοεκδίδονται από τους συγγραφείς και διατίθενται απευθείας από τους ιδίους στο Amazon, το Barnes & Noble ή το iBookstore της Apple (Καλαμαράς, 2013).
Στην Ισπανία, η τάση είναι σχεδόν η ίδια: όπως συνάγεται από στοιχεία της ισπανικής υπηρεσίας ISBN και του Παρατηρητηρίου Ανάγνωσης και Βιβλίου [Observatorio de la Lectura y el Libro] του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού και Αθλητισμού της Ισπανίας (Διάφοροι Συγγραφείς, 2012α), το 2012 καταγράφηκαν συνολικά 20.079 ISBN που ανήκαν σε ψηφιακά βιβλία, το οποίο μεταφράζεται σε μια αύξηση της τάξεως του 43,2% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Σύμφωνα με αυτά τα στοιχεία το ebook αντιπροσωπεύει πλέον το 22% της ισπανικής παραγωγής, έναντι του 15,9% το 2011, έτος κατά το οποίο η έκδοση των έντυπων βιβλίων μειώνεται κατά 4,2% και η μέση κυκλοφορία τους παρουσιάζει μείωση της τάξεως του 12.4% σε σχέση με το προηγούμενο έτος, φθάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 10 ετών.
Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί το γεγονός ότι έχουν ξεκινήσει ήδη μεγαλόπνοα σχέδια για την ψηφιοποίηση βιβλίων και εγγράφων, όπως αυτό που από τις 18 Απριλίου 2013 φέρει εις πέρας η Δημόσια Ψηφιακή Βιβλιοθήκη των ΗΠΑ (Digital Public Library of America) με ανοικτή πρόσβαση για όλους τους χρήστες της. Ιδού η ανακοίνωση της νέας υπηρεσίας: «The Digital Public Library of America (DPLA) is working to create a large-scale digital public library with scientific and cultural materials available to all». Σύμφωνα με τον εμπνευστή του έργου και διευθυντή της Βιβλιοθήκης του Χάρβαρντ, Robert Darnton, «σκοπός μας ήταν να κάνουμε προσβάσιμο στο ευρύ κοινό τον τεράστιο πλούτο της πολιτιστικής κληρονομιάς μας, κείμενα, έγγραφα και οπτικοακουστικά ντοκουμέντα» (Κουζέλη, 2013: 1). Την ίδια περίοδο διαβάσαμε στον Τύπο και αυτή την είδηση: Η Βιβλιοθήκη του Βατικανού και η Μποντλιανή Βιβλιοθήκη του Πανεπιστημίου της Οξφόρδης σχεδιάζουν από κοινού την ψηφιοποίηση του τεράστιου αριθμού αρχαίων χειρογράφων που έχουν στους καταλόγους τους και τη διοχέτευσή τους στο διαδίκτυο για ελεύθερη χρήση. Συνολικά, 1,5 εκατομμύριο σελίδες θα περάσουν από έντυπη σε ψηφιακή μορφή (ABC, 12/4/2013).
Σημαίνουν, άραγε, όλα αυτά ότι έφτασε το τέλος του βιβλίου σε έντυπη μορφή; Φρονούμε πως όχι ακόμα, κυρίως επειδή, όπως υποστηρίζει ο συγγραφέας José Antonio Millán (2009) «το να διαβάζει κανείς σε χαρτί είναι μια διαδικασία πολύ διαφορετική σε σχέση με την ανάγνωση από μια οθόνη», πιο χαλαρή, πιο ήρεμη, μια διαδικασία που αφήνει μεγαλύτερο περιθώριο στο στοχασμό. Ίσως στο μέλλον, σχετικά σύντομα, το βιβλίο να γίνει ένα συμβολικό αγαθό που θα έχει θέση μόνο στις βιβλιοθήκες και τα σπίτια των καλλιεργημένων ανθρώπων, αλλά μέχρι στιγμής διατηρεί την προνομιακή θέση του στο πλαίσιο του δυτικού πολιτισμού. Θα λέγαμε ότι η μόνη σημαντική απειλή που μπορεί να το οδηγήσει στην εξαφάνιση προέρχεται λιγότερο από τις σύγχρονες μορφές ανάγνωσης και, περισσότερο, από την κακή, σε ορισμένες περιπτώσεις, ποιότητά του: φύλλα που σκορπούν από την πρώτη κιόλας ανάγνωση (τόσο πολύ που θα μπορούσαμε να κάνουμε λόγο για «φυλλοβόλα βιβλία»), μελάνι που σβήνει με το απλό άγγιγμα των δακτύλων... Βιβλία μιας χρήσης κατακλύζουν τα βιβλιοπωλεία και τα ράφια των βιβλιοθηκών μας· αυτά σίγουρα έχουν ημερομηνία λήξης.
Για να αναφερθούμε, όμως, στα λογοτεχνικά βιβλία που θα κοσμούν τα ράφια των «πολιτισμένων» σπιτιών του μέλλοντος στην Ισπανία, οφείλουμε να ορίσουμε τι εννοούμε με τον όρο ισπανόγραφη λογοτεχνία. Προηγουμένως, οφείλουμε να ξεκαθαρίσουμε πώς αντιλαμβανόμαστε, εντός του πλαισίου της σύγχρονης θεωρίας της λογοτεχνίας,  τον όρο της «παγκόσμιας λογοτεχνίας». Η έννοια της «λογοτεχνίας» είναι μια έννοια ιστορική και δυναμική, δηλαδή υπόκειται σε συνεχή αναθεώρηση, σύμφωνα με τον τρόπο σκέψης και τα κριτήρια κάθε εποχής. Οι μελετητές συνηθίζουμε να τη συνοδεύουμε με επιθετικούς προσδιορισμούς όπως εθνική, ευρωπαϊκή, δυτική, παγκόσμια κ.λπ., προσπαθώντας να οριοθετήσουμε πάνω στο χαρτί μια πολιτισμική έκφραση η οποία από τη φύση της είναι πολύσημη και μη υποκείμενη σε τεχνητούς διαχωρισμούς. Τον Αύγουστο του 2012 το σημαντικό ισπανικό λογοτεχνικό περιοδικό Ínsula αφιέρωσε ένα τεύχος του στη μελέτη της θέσης που κατέχουν η λογοτεχνία και οι λογοτεχνικές σπουδές στην εποχή μας σε ισπανόφωνο περιβάλλον. Ο τίτλος ήταν εύγλωττος: «Παγκόσμια Λογοτεχνία: Μια πανισπανική ματιά». Ο όρος «παγκόσμια λογοτεχνία» δεν είναι καινούργιος, χρονολογείται από τις αρχές του 19ου αιώνα, και οι περισσότεροι μελετητές τον αποδίδουν στον Γκαίτε (Weltliteratur), όμως, από τα τέλη της περασμένης χιλιετίας και τις αρχές της καινούργιας, με αφορμή το έργο θεωρητικών όπως η Pascale Casanova (1999) και ο Franco Moretti (2000), σημειώνεται μια έκρηξη των μελετών που προσπαθούν να χαρτογραφήσουν και να αξιολογήσουν, στο πλαίσιο της συγκριτικής λογοτεχνίας, το σύνολο της λογοτεχνικής παραγωγής ξεπερνώντας εθνικά και γλωσσικά εμπόδια, που προσπαθούν, εντέλει, να αναδείξουν τη λογοτεχνική παραγωγή των επονομαζόμενων περιφερειακών πολιτισμών, μελετώντας την, επιπλέον, από «μη κεντρικές περιοχές».
Δεδομένου, όμως, ότι είναι αδύνατη η γνώση όλων των γλωσσών, ακόμη και από τον πιο ευρυμαθή αναγνώστη, το ερώτημα που γεννάται αυθόρμητα είναι «σε ποια γλώσσα μπορεί διαβαστεί, να μελετηθεί και να αξιολογηθεί η παγκόσμια λογοτεχνία;». Όλοι παραδέχονται ότι η μετάφραση είναι απαραίτητη, όχι μόνο με την ευρύτερη έννοια του «αντιλαμβάνομαι σημαίνει μεταφράζω», αλλά υπό μια πιο πραγματιστική θεώρηση την οποία επισημάναμε λίγες γραμμές πιο πάνω: επιτρέπει την ανάγνωση των βιβλίων που είναι γραμμένα σε γλώσσες τις οποίες ο δυνητικός αναγνώστης δεν κατέχει. Κατ’ αυτόν τον τρόπο εμφανίζεται στο προσκήνιο η διαμάχη περί του ρόλου της μετάφρασης στη μελέτη της παγκόσμιας λογοτεχνίας και στη διαμόρφωση του corpus των κειμένων που απαρτίζουν τις διάφορες εθνικές και υπερεθνικές λογοτεχνίες (γιατί υποστηρίζουμε ότι η έννοια της «ισπανόγραφης λογοτεχνίας» ή της ελληνόγραφης ή της γραμμένης σε οιανδήποτε άλλη γλώσσα, περιλαμβάνει έργα που έχουν συνταχθεί στην εν λόγω γλώσσα, αλλά επίσης και τα έργα της παγκόσμιας λογοτεχνίας που έχουν μεταφραστεί σε αυτή τη γλώσσα). Υπάρχουν, όπως είναι φυσικό, δύο τάσεις, δύο στάσεις σε σχέση με το έργο των μεταφραστών: από τη μια πλευρά βρίσκονται εκείνοι που βλέπουν με σκεπτικισμό τα μεταφρασμένα κείμενα εντός του πλαισίου της παγκόσμιας λογοτεχνίας και, από την άλλη, εκείνοι που θεωρούν ότι η οικουμενικότητα του πολιτισμού περνά μέσα από τη μετάφραση και, ως εκ τούτου, ο λογοτεχνικός κανόνας μιας χώρας / μιας γλώσσας διαμορφώνεται σε μεγάλο βαθμό από τις λογοτεχνικές μεταφράσεις που καθιστούν προσιτά στο κοινό έργα ξένων συγγραφέων.
Εντός της πρώτης τάσης θα πρέπει να γίνει διάκριση μεταξύ αφενός του «συναισθηματικού» σκεπτικισμού ορισμένων συγγραφέων και αφετέρου των επιστημολογικών επιφυλάξεων κάποιων θεωρητικών της λογοτεχνίας. Οι πρώτοι δυσκολεύονται να αποδεχτούν ότι κάθε λογοτεχνικό έργο είναι ένα κείμενο πολυδιάστατο και, συνεπώς, ανοικτό σε πολλές ερμηνείες (και μεταφράσεις), που δεν είναι απαραίτητα συμβατές με τη δική τους. Δείτε, ως παράδειγμα της δυσκολίας που αντιμετωπίζουν μερικοί συγγραφείς για να αποκολληθούν από τα πνευματικά τους τέκνα, ένα σχόλιο του μεξικανού συγγραφέα και στοχαστή Alfonso Reyes (1962: 145-146):

Αν ήδη στη μητρική μας γλώσσα είναι αβέβαιη και κατά προσέγγιση η έκφραση των σκέψεών μας, το να μεταφράζεις, το να περνάς από μια γλώσσα σε άλλη, είναι ένα έργο ακόμα πιο επιρρεπές στο λάθος. Μια γλώσσα είναι μια ολόκληρη θεώρηση του κόσμου, ακόμα και όταν μια γλώσσα υιοθετεί μια ξένη λέξη τής προσδίδει συχνά μια άλλη διάσταση, την προδίδει με τρόπο ανεπαίσθητο. Μια γλώσσα, επιπλέον, περιλαμβάνει τόσο αυτά που λέει, όσο και εκείνα που αποσιωπά, και δεν είναι εφικτό να ερμηνεύει κανείς τις σιωπές.

Πιο σημαντική θεωρούμε τη θέση κάποιων μελετητών οι οποίοι πιστεύουν ότι η πρόταση για μια παγκόσμια λογοτεχνία σε μετάφραση «στην καλύτερη των περιπτώσεων, είναι απλώς περιοριστική και, στη χειρότερη, έκφραση πολιτιστικού ιμπεριαλισμού» (Valdés, 2012: 11). Πρόκειται για μια θέση που ενώ συνήθως αναγνωρίζει το προφανές: δηλαδή, το πόσο απαραίτητη είναι η λογοτεχνική μετάφραση για την αναγνωσιμότητα ενός έργου εκτός των γλωσσικών του «συνόρων», αντιμετωπίζει με σκεπτικισμό αφενός τον πολιτιστικό ιμπεριαλισμό των κυρίαρχων γλωσσών (κυρίως των αγγλικών) και αφετέρου την υποτιθέμενη τάση των μεταφραστών για οικειοποίηση –όπως την όρισε ο καθηγητής Lawrence Venuti (1998)– των προς μετάφραση έργων με την εξάλειψη των ξενισμών (της αλλότητας, δηλαδή) και την «καταδίκη όλων των επιχώριων χαρακτηριστικών σε μόνιμη εξορία» (Valdés, 2012: 11).
Από την άλλη πλευρά βέβαια, υπάρχουν στοχαστές που θεωρούν ότι η μετάφραση διαδραματίζει κεντρικό ρόλο στη διαμόρφωση της παγκόσμιας λογοτεχνικής σκηνής. Για παράδειγμα, ο Steiner (2001) τονίζει ότι αντιλαμβάνεται τη συγκριτική λογοτεχνία ως την τέχνη τού να καταλαβαίνεις τον άλλο, τέχνη η οποία στηρίζεται «στα κατορθώματα και τις αποτυχίες της μετάφρασης», ενώ η γαλλίδα στοχάστρια Pascale Casanova (2001: 39), μια από τις κεντρικές μορφές της συζήτησης περί «παγκόσμιας λογοτεχνίας», δεν διστάζει να υποστηρίξει ότι:

η αναγνώριση εκ μέρους των κριτικών και η μετάφραση είναι όπλα στον αγώνα για το λογοτεχνικό κεφάλαιο. Τούτου λεχθέντος, οι μεγάλοι αυτοί μεσάζοντες είναι αυτοί που με τη μεγαλύτερη απλοϊκότητα έχουν επωμισθεί την πιο αγνή, την πιο αποϊστορικοποιημένη, την πιο αποεθνικοποιημένη, την πιο αποπολιτικοποιημένη εκπροσώπηση της λογοτεχνίας, αυτοί που είναι ακλόνητα πεπεισμένοι για την οικουμενικότητα των αισθητικών κατηγοριών μέσω των οποίων αξιολογούνται τα έργα.

Θα κλείσουμε αυτή τη μικρή ενότητα που είναι αφιερωμένη στις αντιπαραθέσεις τις οποίες προκαλεί το έργο των μεταφραστών, όχι τόσο σε σχέση με τη χρησιμότητα του έργου τους (που είναι αδιαμφισβήτητη), αλλά όσον αφορά τη θέση που καταλαμβάνει ο καρπός της εργασίας τους εντός του παγκόσμιου λογοτεχνικού γίγνεσθαι, με έναν όρο που έχει επινοήσει ο Paul Ricoeur (2005: 28) και ο οποίος μας φαίνεται ιδιαίτερα σημαντικός σε αυτή τη συζήτηση: «Παρά το μόχθο που προσδίδει δραματικό χαρακτήρα στην εργασία του μεταφραστή, αυτός δύναται να βρει την ευτυχία σε αυτό που θα μου άρεσε να αποκαλέσω γλωσσική φιλοξενία. [...] Γλωσσική φιλοξενία, λοιπόν, όπου η χαρά του να κατοικείς στη γλώσσα του άλλου αντισταθμίζεται από τη χαρά να υποδεχθείς στο ίδιο σου το σπίτι το λόγο του ξένου». Αυτή τη «γλωσσική φιλοξενία», όχι από ευγένεια, αλλά από σεβασμό στην αξία των κειμένων, πρέπει να προσφέρει, κατά τη γνώμη μας, η γλώσσα-στόχος στα μεταφρασμένα κείμενα.
Κατόπιν τούτου, είναι καιρός να ορίσουμε τι εννοούμε με τον όρο ισπανόγραφη λογοτεχνία: υπό τη σκέπη αυτού του όρου βρίσκουν «καταφύγιο», λοιπόν, όλα τα λογοτεχνικά έργα που έχουν γραφτεί στα ισπανικά και στις άλλες επίσημες γλώσσες του ισπανικού κράτους ή έχουν μεταφραστεί στα ισπανικά και στις άλλες επίσημες γλώσσες του ισπανικού κράτους. Σύμφωνα με στοιχεία που δημοσίευσε το περασμένο έτος το Παρατηρητήριο Ανάγνωσης και Βιβλίου του Υπουργείου Παιδείας, Πολιτισμού και Αθλητισμού της Ισπανίας (Διάφοροι Συγγραφείς, 2012α: 19), στα πρώτα 12 χρόνια του 21ου αιώνα, σχεδόν το ένα τέταρτο των βιβλίων που εκδίδονται κάθε χρόνο στην Ισπανία είναι μεταφράσεις, γεγονός που οδηγεί το Υπουργείο να επιχαίρει για τον ανοικτό χαρακτήρα του ισπανικού εκδοτικού χώρου:

Η ισπανική εκδοτική βιομηχανία, εκτός του ότι είναι ένας από τους μεγαλύτερους και πιο κερδοφόρους τομείς της πολιτιστικής βιομηχανίας της χώρας μας, χαρακτηρίζεται από την πολυφωνία των ενασχολήσεών της και, ιδιαιτέρως, από το άνοιγμά της σε άλλους πολιτισμούς, γεγονός που μας διαφοροποιεί από τις άλλες ισχυρές διεθνείς αγορές, ιδίως τις αγγλοσαξονικές.
Στην Ισπανία υπάρχει μακρά παράδοση, που κρατάει ακόμα και σήμερα, στη διάδοση του πολιτισμού μας και στη γνωριμία μας με ό,τι βρίσκεται πέρα ​​από τα σύνορά μας. Αυτό το πολιτιστικό άνοιγμα αποδεικνύεται κάθε χρόνο, από τους αριθμούς που εμφανίζουν διάφορες μελέτες περί της εκδοτικής παραγωγής στην Ισπανία, αναδεικνύοντας το σημαντικό ρόλο του μεταφραστή σε αυτή την ανταλλαγή και τη συμβολή του στον εμπλουτισμό της γλωσσικής μας κληρονομιάς.

Το 2011, σύμφωνα με τα τελευταία επίσημα στοιχεία, 24.623 τίτλοι από τους 116.851 που απετέλεσαν την ισπανική εκδοτική προσφορά (το 21,1% επί του συνόλου) ήταν μεταφράσεις. Τα στοιχεία αυτά καταγράφουν μικρή μείωση, κατά 2,4%, σε σχέση με το 2010 (όταν εκδόθηκαν 25.236 μεταφρασμένα βιβλία). Φυσικά, αυτή η σημαντική παρουσία του μεταφρασμένου βιβλίου στην ισπανική αγορά δεν είναι σε καμία περίπτωση καινοφανής, όπως αποδεικνύουν τα στοιχεία που δημοσιεύει από το 1988 η Γενική Διεύθυνση Βιβλίου [Dirección General del Libro]. Για να έχουμε μια ιδέα για το τι συμβαίνει σε άλλες χώρες, αρκούν δύο παραδείγματα: το 2011, στο Ηνωμένο Βασίλειο οι μεταφράσεις αντιπροσωπεύουν μόνο το 3% των εκδόσεων, ενώ στην Ελλάδα, σύμφωνα με το ΕΚΕΒΙ (Διάφοροι Συγγραφείς, 2012β), ξεπερνούν το 32% (είναι κάτι περισσότερο από σημαντική η διαφορά μεταξύ της αυτοδυναμίας μιας γλώσσας που κατέχει ηγεμονική θέση στον κόσμο σήμερα και της εξωστρεφούς εκδοτικής πολιτικής μιας χώρας η γλώσσα –και η θέση– της οποίας θεωρείται περιφερειακή).
Όσον αφορά τη λογοτεχνία, το 2011 δημοσιεύθηκαν στην Ισπανία περίπου 22.000 λογοτεχνικά έργα όλων των ειδών από τα οποία το 30% (περίπου 6.500 βιβλία) ήταν μεταφράσεις (κυρίως από τα αγγλικά, τα γαλλικά και τα γερμανικά). Ούτε σε αυτή την περίπτωση πρόκειται για εφήμερη μόδα, αλλά για φαινόμενο παγιωμένο στον ισπανικό εκδοτικό κόσμο, και αυτό έχει οδηγήσει την Gómez Castro (2005: 955) στο συμπέρασμα ότι

η συνεχής παρουσία σε όλη τη λογοτεχνική ιστορία της χώρας μας μεταφράσεων έργων από διαφορετικές γλώσσες και λογοτεχνικά ρεύματα δεν αφήνει καμία αμφιβολία για το σημαντικό ρόλο που αυτές διαδραματίζουν ως πηγή, σε ορισμένες περιπτώσεις, νέων μοντέλων που έπειτα υιοθετήθηκαν από τους ισπανούς συγγραφείς, με μεγαλύτερη ή μικρότερη επιτυχία και αντίκτυπο στην εθνική λογοτεχνική σκηνή.

Είναι γεγονός, λοιπόν, όπως τονίζει η Enríquez Aranda (2005: 929) ότι «η μεταφρασμένη λογοτεχνία, παρότι κατέχει περιφερειακή θέση στο λογοτεχνικό πολυσύστημα λόγω της ξενικότητάς της, ασκεί επιρροή στο λογοτεχνικό κανόνα που βρίσκεται στο κέντρο του πολυσυστήματος». Εμείς συμφωνούμε με τη συγγραφέα στη διαπίστωση της περιφερειακής θέσης που καταλαμβάνουν τα μεταφρασμένα βιβλία σε ένα λογοτεχνικό σύστημα, αλλά πιστεύουμε ότι σε πολλές περιπτώσεις, ορισμένοι από τους συγγραφείς που μεταφράζονται από άλλες γλώσσες φτάνουν να καταλάβουν προνομιακή θέση στο λογοτεχνικό κανόνα της χώρας υποδοχής· αυτό οφείλεται σε διάφορους λόγους: στην καταξίωση, σε παγκόσμιο επίπεδο, του ξένου συγγραφέα και του έργου του, στην επιρροή που το εν λόγω έργο έχει ασκήσει σε τοπικούς συγγραφείς, στη γλωσσική και πολιτιστική αξία των μεταφράσεων, στο «όνομα» των μεταφραστών κ.λπ. Ως τέτοιες ξεχωριστές περιπτώσεις θεωρούμε την επιρροή του έργου του Κωνσταντίνου Καβάφη στην Ισπανία και εκείνου του Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα στην Ελλάδα.
Οι δεκάδες μεταφράσεις της ποίησης του Καβάφη στα ισπανικά, καταλανικά, βασκικά και γαλικιανά, του δίνουν στην Ισπανία την αδιαμφισβήτητη πρώτη θέση δημοτικότητας ανάμεσα στους σύγχρονους συγγραφείς που γράφουν στα ελληνικά. Το ίδιο συμβαίνει με την ποίηση και το θέατρο του Λόρκα στην Ελλάδα: 56 μεταφράσεις των έργων του στα ελληνικά, σε σύγκριση με τις 23 του Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες ή τις 19 της Ισαμπέλ Αλιέντε (των δύο πιο πολυμεταφρασμένων, παγκοσμίως, ισπανόφωνων συγγραφέων). Θα πρέπει, στο σημείο αυτό, να διευκρινίσουμε, προκειμένου να δώσουμε μια ακριβή εικόνα του θέματος, ότι η μετάφραση ελληνικών λογοτεχνικών έργων στα ισπανικά στην Ισπανία, μετά βίας καταγράφει κάθε χρόνο ποσοστά που κυμαίνεται μεταξύ του 0,2% και του 0,6 % επί του συνόλου των μεταφρασμένων βιβλίων (το 2011 μεταφράστηκαν περίπου 45 βιβλία συνολικά, 13 εκ των οποίων ήταν λογοτεχνικά). Το ποσοστό των μεταφρασμένων βιβλίων από τα ισπανικά στα ελληνικά είναι σημαντικά υψηλότερο: κυμαίνεται μεταξύ του 4,5% και του 5% επί του συνόλου των βιβλίων που μεταφράζονται και ισοδυναμεί με περίπου 135 βιβλία το χρόνο, 40 εκ των οποίων είναι λογοτεχνικά. Αυτό σημαίνει ότι στην περίπτωση των μεταφράσεων από τα ισπανικά στα ελληνικά μπορούμε να κάνουμε λόγο για σχετικά έντονη παρουσία της ισπανόφωνης λογοτεχνίας στον ελληνικό εκδοτικό χώρο, ενώ αντίθετα η διάδοση της ελληνικής λογοτεχνίας στην Ισπανία κινείται σε πολύ χαμηλά επίπεδα.
Παρ’ όλα αυτά, οι μεταφράσεις των ποιημάτων του Καβάφη κατέχουν προνομιακή θέση στην ιστορία της ισπανικής ποίησης του 20ού αιώνα, δεδομένου ότι είναι από τους ξένους ποιητές που έχουν διαβαστεί, μελετηθεί και μεταφραστεί κατά κόρον στην εν λόγω χώρα. Ο καθηγητής του Πανεπιστημίου της Μάλαγας και μεταφραστής (δύο φορές εθνικό βραβείο μετάφρασης στην Ισπανία και μία στην Ελλάδα) Vicente Fernández González έχει μελετήσει λεπτομερώς την υποδοχή του έργου του Καβάφη στον ισπανικό λογοτεχνικό χώρο από σημαντικότατους ποιητές «όπως ο Λουίς Θερνούδα και ο Βιθέντε Αλεϊξάντρε, ο Κάρλες Ρίμπα[2], οι αδελφοί Φερατέ, ο Χάιμε Χιλ δε Μπιέδμα, ο Χοσέ Άνχελ Βαλέντε[3] και ο Ραφαέλ Λεόν» (2001: XIX). Αν σε αυτά τα ονόματα προσθέσουμε και εκείνα των Χοσέ Μαρία Άλβαρεθ[4], Αλφόνσο Σιλβάν, Ραμόν Ιριγκόγεν, Πέδρο Μπάδενας δε λα Πένια, Αντόνιο Λουίς ντε Βιγένα κ.ά., αντιλαμβανόμαστε ότι ένα σημαντικό μέρος του κανόνα της ισπανικής ποίησης του 20ού αιώνα, καθώς και σπουδαίοι φιλόλογοι έχουν καταπιαστεί με την ανάγνωση, την ανάλυση, τη μετάφραση ή την έκδοση του έργου του Καβάφη στην Ισπανία.
Είναι τέτοια η επιρροή που έχει ασκήσει η ποίηση του Αλεξανδρινού σε ισπανούς ποιητές, διαφόρων ποιητικών ρευμάτων, ώστε σε πλήθος δοκιμίων τονίζεται ο ρόλος του Καβάφη ως δάσκαλος τόσο των εκπροσώπων της αισθητικής ποίησης όσο και εκείνων της ποίησης της εμπειρίας. Προς επίρρωση της ανωτέρω επισήμανσης, έχουμε επιλέξει το άρθρο που δημοσίευσε πρόσφατα ο συγγραφέας και κριτικός λογοτεχνίας Juan Ángel Juristo (2013), με αφορμή την επέτειο για τη συμπλήρωση 150 χρόνων από τη γέννηση του ποιητή· σε αυτό, αφού υπογραμμίζει την επίδραση του Καβάφη σε ποιητές του βεληνεκούς του Λουίς Θερνούδα και του Χάιμε Χιλ δε Μπιέδμα, καταλήγει:

αλλά είναι οι ποιητές του ρεύματος των Novísimos[5], με τον Χοσέ Μαρία Άλβαρεθ επικεφαλής, αυτοί που αποτελούν το κορυφαίο παράδειγμα της επιρροής του Καβάφη στην Ισπανία. Αυτή την κληρονομιά που άφησε ο Χοσέ Μαρία Άλβαρεθ την πήρε, αργότερα ένας άλλος ποιητής, ο Λουίς Αντόνιο δε Βιγένα, ο οποίος μελέτησε τον Καβάφη και έφτασε να γράψει ένα βιβλίο, Carne y tiempo. Lecturas e inquisiciones sobre Constantino Kavafis, μαζί με μια σύντομη βιογραφία του αλεξανδρινού ποιητή. [...] Ο Καβάφης γνωρίζει μια άνθηση της δημοτικότητάς του εξαιτίας της επιρροής που ασκεί στους Novísimos, γεγονός που τον καθιστά έναν από τους περισσότερο και καλύτερα μεταφρασμένους ξένους ποιητές στα ισπανικά.

Ο Φεδερίκο Γκαρθία Λόρκα, από την πλευρά του, αγαπήθηκε στην Ελλάδα όσο κανένας άλλος ξένος συγγραφέας. Η συντριπτική πλειοψηφία των θεατρικών έργων του έχει παιχτεί περισσότερες από μία φορές, τα ποιήματά του έχουν μεταφραστεί σχεδόν όλα (μεταξύ των μεταφραστών απαντώνται μερικοί από τους πιο αναγνωρισμένους έλληνες συγγραφείς του 20ού αιώνα, όπως ο Καζαντζάκης, που τον μετέφρασε το 1933, o Γκάτσος, ο Αναγνωστάκης, ο Βαρβιτσιώτης, ο Κοσμάς Πολίτης και, κυρίως, ο νομπελίστας Οδυσσέας Ελύτης, γεγονός που αδιαμφισβήτητα έχει συμβάλει στη δημοφιλία του) και πολλά από αυτά έχουν μελοποιηθεί και έχουν γίνει μεγάλες επιτυχίες του ελληνικού λαϊκού τραγουδιού (στις περισσότερες περιπτώσεις το κοινό αγνοεί τον «στιχουργό»).
Η επιρροή του στο έργο σημαντικότατων ποιητών όπως ο Ελύτης και ο Γκάτσος είναι προφανής, όπως επίσης είναι προφανής η προσπάθεια της πλειοψηφίας των ποιητών-μεταφραστών του να «ελληνοποιήσουν» τον ποιητή από τη Γρανάδα (περίσταση, ωστόσο, η οποία απαντάται σπανιότερα στις περιπτώσεις μεταφραστών του Λόρκα που δεν είναι ποιητές). Όπως σημειώνει η Άννα Ρόζενμπεργκ (2011):

στις μεταφράσεις του ο Ελύτης χρησιμοποιεί συχνά τον οκτασύλλαβο, παραμένοντας πιστός στο μέτρο των ισπανικών romances, αλλά και σ’ εκείνο πολλών ελληνικών δημοτικών τραγουδιών. Χρησιμοποιώντας λεξιλόγιο όσο και τεχνικές από την ελληνική δημοτική παράδοση, επίσης, αντλώντας από τον Σολωμό, τον Σικελιανό και τον Καζαντζάκη, ελληνοποιεί τον Λόρκα αφαιρώντας ταυτόχρονα τα στοιχεία εκείνα που θεωρεί πως θα ξενίσουν τους έλληνες αναγνώστες, όπως κάποια ισπανικά τοπωνύμια ή αναφορές σε έθιμα και πρακτικές της Καθολικής Εκκλησίας.

Αυτή η προσπάθεια οικειοποίησης του Λόρκα μπορεί να ερμηνευθεί με δύο τρόπους (που ο ένας δεν αποκλείει τον άλλο): μπορεί να θεωρηθεί, αφενός, ως μια προσπάθεια μεταφραστικής απλούστευσης του αρχικού περιεχομένου των ποιημάτων (αρκετοί από τους μεταφραστές, άλλωστε, έχουν ισχνή γνώση των ισπανικών), και, αφετέρου, ως απόπειρα παροχής «γλωσσικής φιλοξενίας», ώστε να καταστεί αποδεκτός και κατανοητός από το ελληνικό αναγνωστικό κοινό ένας από τους μεγαλύτερους ποιητές του 20ού αιώνα (και ίσως ο πιο κοντινός στην ελληνική ψυχοσύνθεση).
Θα ολοκληρώσουμε αυτή τη σύντομη αναφορά στην περίοπτη θέση που κατέχει το έργο του Λόρκα στην ελληνική λογοτεχνική σκηνή με μια εύγλωττη αποστροφή του ποιητή και μεταφραστή Βασίλη Λαλιώτη (2012]: «Η αίσθησή μου ως τώρα όσον αφορά στην πρόσληψη του Λόρκα στην Ελλάδα είναι ότι κάθε ποιητής που γράφει ελληνικά γεννιέται κατά κάποιον τρόπο χρεωμένος ένα ποίημα για το Λόρκα. Και είναι θέμα συγκυριών να επιχειρήσει τη γραφή του».
Ο «Ισπανός» Καβάφης και ο «Έλληνας» Λόρκα είναι δύο χαρακτηριστικά παραδείγματα συγγραφέων που, με την καθοριστική συμβολή των μεταφραστών τους, έχουν ξεπεράσει τα σύνορα της γλώσσας τους και μπορούν, σύμφωνα με τη θεώρηση και τα κριτήρια που παρουσιάσαμε ανωτέρω, να θεωρηθεί ότι κατοικούν στον πυρήνα του λογοτεχνικού κανόνα των χωρών/γλωσσών υποδοχής τους. Παράλληλα, αυτή η εκτός των γλωσσικών τους συνόρων καταξίωση (σύμφωνα με το Index Translationum, ο Λόρκα είναι, παγκοσμίως, ο πρώτος σε μεταφράσεις ισπανός ποιητής και ο Καβάφης, αντιστοίχως, ο πρώτος έλληνας ποιητής) έχει καταστήσει το έργο τους «θεωρητικά, απρόσβλητο στην πολιορκία του χρόνου» (Δημηρούλης, 2013) και έχει ισχυροποιήσει τη θέση τους στο λογοτεχνικό κανόνα των χωρών καταγωγής τους.
Τελειώνοντας, ας επιστρέψουμε στα αρχικά ερωτήματα: Ποια βιβλία της ισπανόγραφης λογοτεχνικής παράδοσης θα υπάρχουν στη βιβλιοθήκη ενός «πολιτισμένου» ισπανικού σπιτιού στο εγγύς μέλλον; θέτει το ερώτημα το Διεθνές Πανεπιστήμιο της Λα Ριόχα (UNIR). Τι πρέπει να προσπαθήσει να διαβάσει το άτομο που εξακολουθεί να θέλει να διαβάσει αυτή τη στιγμή της ιστορίας; αναρωτιέται ο Harold Bloom: η απάντηση είναι ότι κάθε άνθρωπος θα έχει στη βιβλιοθήκη του και θα διαβάζει τα βιβλία που θέλει και «χρειάζεται». Το σημαντικό είναι να έχει κίνητρο, επιθυμία και πνευματική ικανότητα να διαβάσει και, οσάκις το κάνει, να έχει συνείδηση ότι κάποια από τα αναγνώσματά του έχουν διασχίσει γλωσσικά «σύνορα» και δίπλα στο όνομα του συγγραφέα βρίσκεται (ή θα έπρεπε να βρίσκεται) το όνομα του μεταφραστή τους. Τα υπόλοιπα είναι θεωρία, χρήσιμη ίσως αλλά μόνο για εμάς, τους θεωρητικούς, τους καθηγητές, τους μεταφραστές. Η λογοτεχνία, όπως και η ζωή, θα συνεχίσει την πορεία της, αδιάφορη για τις ανησυχίες μας.

Βιβλιογραφία

Bloom, Harold (1994). El canon occidental. La escuela y los libros de todas las épocas (μτφ. Damián Alou). Βαρκελώνη, Anagrama (τέταρτη έκδοση), 2005.
Bourdieu, Pierre (2006) [1992]. Οι κανόνες της τέχνης. Γένεση και Δομή του Λογοτεχνικού Πεδίου (μτφ. Έφη Γιαννοπούλου). Αθήνα, Εκδόσεις Πατάκη.
Casanova, Pascale (1999). La República mundial de las Letras (μτφ. Jaime Zulaika). Βαρκελώνη, Anagrama, 2001.
Domínguez, César (2012). “Literatura mundial en/desde el castellano”. Ínsula, 787-788, Ιούλιος-Αύγουστος 2012, σελ. 2-6.
Enríquez Aranda, María Mercedes (2005). “Traducción y canon literario: una interacción sometida a análisis”, στο María Luisa Romana García [επιμ.] II AIETI. Actas del II Congreso Internacional de la Asociación Ibérica de Estudios de Traducción e Interpretación. Madrid, 9-11 Φεβρουαρίου 2005. Μαδρίτη, AIETI, σελ. 925-943.
Even-Zohar, Itamar (1990). “Polysystem Studies” en Poetics Today. International Journal for Theory and Analysis of Literature and Communication. Τελ Αβίβ, Τόμ. 11, νούμ. 1, σελ. 9-26.
Even-Zohar, Itamar (2007-2011). Polisistemas de cultura. Τελ Αβίβ, Πανεπιστήμιο του Τελ Αβίβ, Έδρα Σημειωτικής. Ηλεκτρονικό βιβλίο σε PDF.
Fernández González, Vicente (2001). La ciudad de las ideas. Sobre la poesía de C. P. Cavafis y sus traducciones castellanas. Μαδρίτη, Consejo Superior de Investigaciones Científicas / Πανεπιστήμιο της Μάλαγας.
Gómez Castro, Cristina (2005). “La presencia de la literatura traducida (inglés>español) en el polisistema literario español de lo últimos años del franquismo: la traducción como fuente de modelos literarios”, en María Luisa Romana García [ed.] II AIETI. Actas del II Congreso Internacional de la Asociación Ibérica de Estudios de Traducción e Interpretación. Μαδρίτη, 9-11 Φεβρουαρίου 2005. Μαδρίτη, AIETI, σελ. 955-962.
Juristo, Juan Ángel (2013). “Los múltiples caminos de la obra de Kavafis en España”. www.arndigital.com, 3 Μαΐου 2013.
Millán, José Antonio (2009). “Leer sin papel”. El País, 9 Απριλίου 2009.
Moretti, Franco (2000). “Conjeturas sobre la literatura mundial”. New Left Review, 3, Μαδρίτη, AKAL. http://newleftreview. es/?lang=es&issue=3.
Pozuelo Yvancos, José María και Aradra Sánchez, Rosa María (2000). Teoría del canon y literatura española. Μαδρίτη, Cátedra.
Reyes, Alfonso (1962). La experiencia literaria. Μεξικό, Fondo de Cultura Económica.
Ricoeur, Paul (2004). Sobre la traducción (πρόλ. και μτφ. Patricia Willson). Μπουένος Άιρες, Paidós.
Valdés, Mario J. (2012). “Literatura comparada o literatura mundial en inglés: diálogo internacional o imperialismo cultural”. Ínsula, 787-788, Ιούλιος-Αύγουστος 2012, σελ. 9-12.
Venuti, Lawrence (1998). The Scandals of Translation: Towards an Ethics of Difference. Λονδίνο, Routledge.
Δημηρούλης, Δημήτρης (2013). «Ο Καβάφης ως κλασικός και ως μοντέρνος». Αυγή, 19 Μαΐου 2013.
Διάφοροι Συγγραφείς. (2012α). El sector del libro en España 2010-2012. Μαδρίτη, Observatorio de la Lectura y el Libro, Απρίλιος 2012.
Διάφοροι Συγγραφείς. (2012β). The book market in Greece. Αθήνα, Εθνικό Κέντρο Βιβλίου (EKEBI), Οκτώβριος 2012 (όγδοη αναθεωρημένη έκδοση).
Καλαμαράς, Μιχάλης (2013). “Ebook 1 στα 4 βιβλία στις ΗΠΑ”. www.oanagnostis.gr, 13 Μαΐου 2013.
Koυζέλη, Λαμπρινή (2013). “Δημόσιες ψηφιακές βιβλιοθήκες εναντίον Google”. Το Βήμα Βιβλία, 5 Μαΐου 2013, σελ. 1-2.
Λαλιώτης, Βασίλης (2012). “Έργω ανάγνωση του Λόρκα”. www.bibliotheque.gr, 24 Οκτωβρίου 2012.
Ρόζενμπεργκ, Άννα (2011). “Federico García Lorca – Οδυσσέας Ελύτης, εκλεκτικές συγγένειες”. Ηλεκτρονικό περιοδικό Ως3, Οκτώβριος 2011.





[1] Σύμφωνα με στοιχεία του Index Translationum της ΟΥΝΕΣΚΟ οι ισπανόφωνοι συγγραφείς που έχουν μεταφραστεί περισσότερο σε άλλες γλώσσες είναι οι Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες (1.369 μεταφράσεις), Ισαμπέλ Αλιέντε (826), Μάριο Βάργκας Λιόσα (653), Μιγκέλ ντε Θερβάντες (630), Χόρχε Λουίς Μπόρχες (572) και Χοσέ Μαρία Παραμόν Βιλασαλό (456). Ο Λόρκα βρίσκεται στην έβδομη θέση με 423 μεταφράσεις. Όπως σημειώνει ο César Domínguez (2012: 2-3) «αυτός είναι ο κανόνας (διάχυσης) της ισπανόγραφης λογοτεχνίας, ένας κανόνας που έρχεται σε έντονη αντίθεση με τη θέση ορισμένων από αυτούς τους συγγραφείς στους αντίστοιχους εθνικούς κανόνες». Από τα ελληνικά, οι συγγραφείς που έχουν τις περισσότερες μεταφράσεις παγκοσμίως είναι οι Καζαντζάκης (260), Καβάφης (161), Ρίτσος (139), Ελύτης (87) και Σεφέρης (63). Ο πιο πολυμεταφρασμένος συγγραφέας είναι γυναίκα, η Αγκάθα Κρίστι, με 7.223 μεταφράσεις [στοιχεία Νοεμβρίου 2013].
[2] Σε αυτόν οφείλεται η πρώτη μετάφραση ποιημάτων του Καβάφη στην Ισπανία (στα καταλανικά, φυσικά) το 1962. Η μελοποίηση της μετάφρασής του τού ποιήματος «Ιθάκη», από τον τραγουδοποιό Lluís Llach, το 1975, έκανε τον Καβάφη ευρέως γνωστό στην Ισπανία.
[3] Ο Χοσέ Άνχελ Βαλέντε μαζί με την Ελένα Βιδάλ μεταφράζουν, το 1964, για πρώτη φορά ποιήματα του Καβάφη στα ισπανικά.
[4] Το 1976, ο σημαντικός εκδοτικός οίκος της Μαδρίτης Hiperión εκδίδει για πρώτη φορά στην Ισπανία άπαντα τα ποιήματα του Αλεξανδρινού σε μετάφραση Χοσέ Μαρία Άλβαρεθ.
[5] Πρόκειται για τους ποιητές που ανανέωσαν τον ισπανικό ποιητικό κανόνα κατά τη δεκαετία του ’60.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου